Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Άγγελος και η Νεράιδα




Μια φορά και έναν καιρό μια μικρή νεράιδα αποφάσισε να αλλάξει την οπτική της για τον κόσμο. Ο σκοπός της ζωής της ήταν πια να ανακαλύψει τι σημαίνει πραγματικά να ζεις.

Ξεκίνησε λοιπόν ένα ταξίδι μακρινό και πολλά υποσχόμενο, προχωρώντας σε δρόμους επικίνδυνους. Μα δεν την ένοιαζε ήταν αποφασισμένη να τα καταφέρει. Πέρασε από βουνά και μίλησε με δέντρα, σταμάτησε σε πεδιάδες και συνομίλησε με ρυάκια, λουλούδια, μέλισσες , διέσχισε θάλασσες και ρώτησε τα ψάρια όμως κανείς δεν της έδινε μια απάντηση που να την κάλυπτε.

Στα αλήθεια δεν ξέρω αν ήταν το θέμα ότι οι απαντήσεις δεν την κάλυπταν ή ότι απογοητευόταν σιγά – σιγά γιατί δεν έβρισκε αυτό που ζητούσε. Όπως και να έχει κάθε φορά που έσκυβε το κεφάλι σε μια απάντηση, έλεγε ξανά μέσα της την ερώτηση, σήκωνε το κεφάλι και προχώραγε γιατί δεν θα την σταμάταγε τίποτα από το να μάθει στα αλήθεια τι σημαίνει να ζεις.

Η Νεράιδα με τον καιρό μεγάλωνε. Άλλαζε εξωτερικά και εσωτερικά μα πάντα ένα πράγμα ήταν ίδιο. Η ανάγκη της να μάθει το νόημα της ζωής. Το θέμα είναι ότι αυτό το ταξίδι το έκανε μόνη της. Ήθελε αυτή την μάχη να την δώσει και να την κερδίσει μόνη. Κι όσο να ‘ναι υπήρξαν στιγμές που ήθελε κάποιος να καταλάβει αυτό που ένιωθε και να σταθεί δίπλα της σε αυτό το δρόμο που διάλεξε να πάρει. Πόσες φορές όμως αποκτάς εύκολα αυτό που θες; Συγκεντρώθηκε λοιπόν στον σκοπό της.

Μια μέρα ο φύλακας άγγελος της που την κοιτούσε όλη την ώρα από εκεί ψηλά και παρατηρούσε κάθε της κίνηση, άκουσε πόσο θλιμμένα τραγουδούσε και κατέβηκε στην Γη, δεν άντεξε άλλο να την παρακολουθεί μη κάνοντας τίποτα. «Γεια σου, γιατί τραγουδάς τόσο θλιμμένα μικρή Νεράιδα;» την ρώτησε . Εκείνη δεν αποκρίθηκε, κοίταξε τον άγγελο με ένα βλέμμα που ουσιαστικά του έλεγε «Δεν θα καταλάβεις φύγε».

Ο Άγγελος έκατσε δίπλα της για πολύ ώρα χωρίς να της μιλά. Κοίταζαν και οι δυο μπροστά, τον ορίζοντα που ανοίγονταν μπροστά τους. Η Νεράιδα αναρωτιόταν αν εκεί, τόσο μακριά μπορεί επιτέλους να βρει αυτό που ζητάει και ο άγγελος προσπαθούσε να σκεφτεί τι να της πει. « Ξέρεις…» της είπε ο άγγελος με στόμφο, «η σιωπή ενθαρρύνει τις σκέψεις όμως δεν δίνει λύσεις». Αυτό ήταν, η Νεράιδα δεν είχε διάθεση να μιλήσει σε κάποιον που δεν ήξερε οπότε σηκώθηκε και άρχισε να περπατά.

«Περίεργο, μια Νεράιδα να περπατά και να μην πετά. Το επόμενο βήμα ποιο θα είναι ένα φίδι να περπατά και να μην σέρνεται ;» είπε ο άγγελος πολύ ειρωνικά. «Άτοπο το επιχείρημα σου» αποκρίθηκε εκείνη, «εκτός από φτερά έχω και πόδια. Αυτό που δεν έχω είναι διάθεση να μιλήσω μαζί σου. Πρέπει να συνεχίσω το ταξίδι μου. Καλή σου τύχη.»

Ο Άγγελος την ακολούθησε ήταν αποφασισμένος να μην την αφήσει μόνη. Σε κάθε στάση της μιλούσε και προσπαθούσε να την κάνει να καταλάβει. Εκείνη όμως ήταν πολύ πληγωμένη για να δεχτεί πράγματα που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Ήθελε ξεκάθαρες καταστάσεις πλέον και ήταν προετοιμασμένη να μην συμβιβαστεί όποιο κόστος και αν έπαιρνε με αυτή της η απόφαση.

Αποφάσισε πως ήθελε να συνεχίσει μόνη το ταξίδι της δεν είχε ανάγκη της υποδείξεις κανενός, ήθελε να ανακαλύψει η ίδια τα μυστικά της ύπαρξης της. Έτσι έδιωξε τον άγγελο λέγοντας του «θέλω να φύγεις, θα συνεχίσω μόνη μου. Εμένα μου αρέσει η μοναξιά, είναι για δυνατούς. Και είναι όμορφη γι αυτούς που την αντέχουν» και συνέχισε να περπατά σε αυτούς τους δρόμους που την τρόμαζαν μα έπρεπε να ακολουθήσει για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα της.

Έτσι και έγινε ο άγγελος ανέβηκε ξανά στον παράδεισο του φοβούμενος για το τι θα γίνει η μικρή νεράιδα. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Αποφάσισε αυτή και για τους δύο.

Ένα βράδυ εκείνη κοίταζε το Φεγγάρι και του ζητούσε με παράπονο να της πει τι είναι στα αλήθεια η ζωή. Γιατί δεν άντεχε άλλο να βαδίζει στο σκοτάδι αναζητώντας κάτι που δεν ήξερε πως μοιάζει. Κουράστηκε του φώναζε δυνατά και δεν άντεχε αλήθεια, δεν άντεχε άλλο. Κοίταζε τα φτερά της που δεν ήταν πλέον όμορφα και χρωματιστά. Ήταν ξεφτισμένα και τρύπια και δεν άντεχε να τα βλέπει έτσι. Της θύμιζαν τα όνειρα της. Της θύμιζαν πολλά που ήθελε να ξεχάσει.

Βασικά δεν άντεχε άλλο να υπάρχει μόνη της σε έναν κόσμο που δεν ήξερε κανείς τι σημαίνει ζωή. Ήθελε να φωνάξει να τους πει « Ε, εσύ ξέρεις τι σημαίνει ζωή; Κι αν όχι γιατί δεν ρώτησες ποτέ να μάθεις;». Δεν καταλάβαινε , όχι όσο κι αν προσπαθούσε δεν καταλάβαινε τι είχαν οι άλλοι που τους αρκούσε. Έτσι λοιπόν θυμήθηκε πως είχε έναν φίλο εκεί ψηλά και έτσι δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη να ανεχτεί αυτήν την άγνοια του κόσμου. Έκοψε τα φτερά της και έπεσε για ύπνο…

Όταν άνοιξε τα μάτια της ξανά, ήταν σε ένα κρεβάτι. Σηκώθηκε και κοίταξε από το παράθυρο για να καταλάβει που βρίσκεται. Όλα ήταν όμορφα και γαλήνια, μα ακόμα και το πιο ωραίο δάσος που είχε δει δεν συγκρίνονταν με αυτή την ομορφιά. Σε μια γωνιά ο φύλακας άγγελος της την κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει τα συναισθήματα του. Ένιωθε ανακούφιση που πλέον εκείνη δεν θα υπέφερε ή ένιωθε απογοήτευση που δεν κατάφερε να την βοηθήσει; Τελικά της έκανε απλά μια ερώτηση. «Νόμιζα πως σου αρέσει η μοναξιά τι κάνεις εδώ;». «Σου είπα πως η μοναξιά είναι για τους δυνατούς, για εκείνους που μπορούν να την αντέξουν. Δεν άντεξα άλλο» αυτά είπε η Νεράιδα και έσκυψε το κεφάλι νιώθοντας ντροπή.

«Τώρα θα είσαι καλά» της είπε ο άγγελος και τα λόγια του την γέμισαν με ηρεμία, ένιωσε την παρηγοριά που δεν ζήτησε όμως είχε τόσο ανάγκη. «Ξέρεις είναι ειρωνικό» του είπε εκείνη με το βλέμμα κολλημένο συνέχεια έξω από το παράθυρο και έχοντας ένα μειδίαμα στα χείλη. «Είναι ειρωνικό που ενώ έμαθα τι είναι ο θάνατος ποτέ δεν κατάλαβα ουσιαστικά τι είναι η ζωή. Κατάλαβα μόνο πως το να υπάρχεις δεν είναι αρκετό». «Κι αν είχες μια δεύτερη ευκαιρία» της είπε ο άγγελος, «τότε τι θα έκανες; Θα αγαπούσες την ζωή;». « Θα αγαπούσα την ανάγκη μου για ζωή» είπε η Νεράιδα χαμογελώντας.

Το επόμενο πρωί η μέρα είχε ξημερώσει με έναν υπέροχο λαμπερό ήλιο να φωτίζει τα πάντα. Σαν να φωνάζε η ζωή «ξυπνήστε, μοιράζονται ευκαιρίες». Η Νεράιδα ξύπνησε και καμάρωσε τα υπέροχα, λαμπερά, πολύχρωμα φτερά της. Ήταν έκπληκτη μα δεν κάθισε να σκεφτεί τι συνέβη. Όλα ήταν ένα κακό όνειρο σκέφτηκε. Χαμογέλασε. Στηρίχθηκε στα χέρια της και σηκώθηκε. Ξεκίνησε να προχωρά, ήρθε η ώρα να ζήσει…

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

"Ένα δέντρο μια φορά"


Το "Ένα δέντρο μια φορά" είναι μια εκπληκτική ιστορία για όλη την οικογένεια που στέλνει στα παιδιά οικολογικά μηνύματα με τον πιο ευχάριστο τρόπο. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ τον Ιούλιο του 2007 (μετὰ τις μεγάλες πυρκαϊές σε Πάρθνηθα και Υμηττό).

Το παραμύθι εκτυλίσσεται ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, όταν στο ζοφερό πεζοδρόμιο μιας πόλης, συναντιούνται ένα παραμελημένο δέντρο και ένα φτωχό αγόρι. Κανείς δεν το πρόσεχε το δέντρο. Κανεὶς δὲν το φρόντιζε. Κανεὶς δεν του έδινε την παραμικρὴ σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει απὸ καιρὸ κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.

Ποτὲ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτὲ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε που και που κάποια πονετικὴ ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφὰ ανάμεσα στις μουντὲς και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.

Οι περαστικοὶ διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροὶ και βιαστικοί, χωρὶς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοὶ μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια απὸ κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω απὸ τη ρίζα του.

Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε απὸ κάτι μηχανικοὺς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστὰ μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θὰ πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τί τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;

Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινὸ το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο απὸ ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα απὸ τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπὰ παιδιὰ τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινὲς γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρὴ ενὸς σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειὲς του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενὸς κρύου πλυσταριού στην αυλὴ ενὸς εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανεὶς δεν το πρόσεχε. Κανεὶς δεν το φρόντιζε. Κανεὶς δεν του έδινε την παραμικρὴ σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη.

Ποτὲ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιὰ μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρὴ ενὸς αληθινού σπιτιού.

Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο απὸ ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετὰ τις γιορτὲς θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριὸ και δεν θα ῾χε πού να μείνει.

Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ᾿ τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερὰ σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστὰ αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερὰ και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα ῾θελε να στόλιζε κι αυτὸ ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικὲς ολόγυρά του...

Πώς το ῾φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμὴ το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...Εκείνο το δειλινὸ το παιδὶ γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικὰ όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι απὸ μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Άγιο-Βασίληδες με μύτες απὸ κερασάκια και μία παραμυθένια πριγκίπισσα απὸ πορσελάνη να κοιτάζει απὸ το αψιδωτὸ παράθυρο ενὸς φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολὲς καβάλα σε άλογα πιτσιλωτὰ να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρὰ και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μία χιονισμένη στέπα.

Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ᾿ έναν περαστικὸ με καμηλὸ παλτὸ και γκρενὰ κασκὸλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε απὸ τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κει. Το παιδὶ έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μία σκοτοδίνη. Ο περαστικός του ῾βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.

Το αλητάκι σηκώθηκε, το ῾βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μία υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενὰ και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, απὸ τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινὰ σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.

- Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.

Ήταν το δέντρο του δρόμου.

- Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρὶς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρὶς να το σπρώχνει, χωρὶς να το κατσαδιάζει, χωρὶς να το αποπαίρνει.

- Στόλισέ με! - ψιθύρισε το δέντρο - Στόλισέ με και εμένα έτσι!

- Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.

- Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να ῾ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.

- Γιατί το λες αυτό;

- Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμὸς με περιμένει, ένα απὸ τα δυο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.

Το παιδὶ σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα ῾χε ούτε ῾κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;

- Στόλισέ με! Παρακάλεσε άλλη μια φορὰ το δέντρο. Το παιδὶ κοίταξε ολόγυρά του.

- Με τί; Απόρησε.

- Ό,τι να ῾ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.

- Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...

Συμφώνησε το παιδὶ κι άρχισε να ψάχνει.

Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλὸ σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιὰ του παραμελημένου δέντρου.

Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει απὸ το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστὰ χρυσόχαρτα απὸ τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μία μετὰ τὴν άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερὲς πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετὰ ξήλωσε τα κουμπιὰ του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστὲς κρέμασε τις φανταχτερὲς μπαλίτσες στὰ χιονοσκέπαστα κλωνιὰ του δέντρου.

- Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ᾿ τη χαρά του.

- Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.

Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρὰ τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ᾿ το παράθυρο μιας κουζίνας μία λεκάνη με σαπουνάδα σε μία πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο απὸ σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιὰ του δέντρου.

- Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.

- Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτὸ γιατὶ έκανε πολύ, πάρα πολὺ κρύο...

- Κοίτα! Έρχονται!

Ένα φωτεινὸ σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.

- Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.

Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιὰ του δέντρου.

Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανὸ και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μία φαντασμαγορικὴ χρυσαφένια τροχιὰ και ακούμπησε απαλὰ στην κορφὴ του δέντρου.

Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιὰ και το πεφταστέρι ν᾿ ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.

- M᾿ έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδὶ - Σ᾿ ευχαριστώ πολύ. Σ᾿ ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα ῾θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγὼ ένα δώρο...

- Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδὶ χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...

- Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.

- Και να δεις... Θα κάνω εγὼ μία ευχὴ για σένα.

Το παιδὶ σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμὶ του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.

Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει απὸ τις ριπὲς του χιονιού, όταν ξαφνικὰ - τί παράξενο - άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.

Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Απὸ το βάθος του δρόμου, θαμπὰ στην αρχή, αλλὰ όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνὴ κυματιστὴ γενειάδα. Πίσω απὸ την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρὲς στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...

Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτὴ η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!

Η τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξὰς χαμογέλασε, απὸ το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.

- Τι όμορφο δέντρο! - Χαμογέλασε - Ποιος να το στόλισε άραγε;

- Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.

- Αλήθεια;

- Ναι.

- Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιᾶ, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.

- Δεν πάω πουθενὰ χωρὶς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.

Η πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολὴ και οι στρατιώτες του βασιλιὰ έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζὶ με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μία πορσελάνινη γλάστρα, μετὰ το φόρτωσαν στην τρόικα.

Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδὶ να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.

Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μία απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα απὸ τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοὶ οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτὲς πύλες του οπάλινου παλατιού!

Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.

Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνὸ το σιωπηλὸ χορό του έσβησε σχεδὸν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..

Λένε οι παλιοὶ ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.

Διηγούνται επίσης οι παλιοὶ ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωὶ βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδὶ σκεπασμένο απὸ το χιόνι, τυλιγμένο σ᾿ ένα τριμμένο παλτὸ χωρὶς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Λένε ακόμα ότι απὸ τότε κάθε παραμονὴ Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανεὶς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει απὸ που, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμὴ ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανὸ μία φαντασμαγορικὴ τροχιὰ και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.

Έτσι λένε...

Ποιος ξέρει;

Του Ευγένιου Τριβιζά

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Oι νεράιδες που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο...




Υπάρχει ένας τόπος παράξενος μαγικός, που η ζωή μπλέκει με το παραμύθι, τ’ όνειρο γίνεται αληθινό και η φαντασία δημιουργεί όμορφα παιχνίδια. Σ’ αυτό το μαγευτικό μέρος ζούσαν εφτά γλυκές νεράιδες. Δεν κατοικούσαν πάντα εκεί, αλλά έμεναν στη γη ανάμεσα στους ανθρώπους και τους βοηθούσαν να ζουν ευτυχισμένοι, χαρούμενοι, φιλιωμένοι σ’ ένα κόσμο ειρηνικό, γεμάτο καλοσύνη. Μαζί τους ήταν άλλες τρεις νεράιδες κι όλες μαζί αγαπημένες γεμάτες αισιοδοξία πίστευαν ότι τα’ όνειρο θα γίνει πραγματικότητα. Όμως όσο περνούσε ο καιρός έβλεπαν ότι οι άνθρωποι αδιαφορούσαν γι’ αυτές και συχνά τις λησμονούσαν.

Έτσι λοιπόν απογοητευμένες αποφάσισαν να φύγουν ξεκινώντας ένα ταξίδι μακρινό. Δεν έφυγαν όλες. Έμειναν πίσω οι τρεις νομίζοντας ότι μπορούν ν’ αλλάξουν τους ανθρώπους, ότι μπορούν να νικήσουν το μίσος, το συμφέρον, τη φιλοδοξία και την αδικία. Έτσι χώρισαν οι νεράιδες και οι εφτά έφτασαν σ’ αυτό τον πανέμορφο τόπο. Μόλις τον αντίκρισαν ενθουσιάστηκαν. Ήταν γεμάτος λουλούδια πολύχρωμα, παιδικές χαρές, γαλάζιες λιμνούλες και σε μια άκρη πρόβαλε ένα τεράστιο σοκολατόδεντρο. Οι νεράιδες από κείνη την μέρα δεν έφυγαν ποτέ μακριά ελπίζοντας ότι κάποτε θα ανακαλύψουν τα παιδιά της γης το δρόμο που οδηγεί σ’ αυτή τη μαγική πολιτεία κι όλοι μαζί συντροφιά θα περνούν όμορφες ώρες χαράς και παιχνιδιού. Όμως αυτή η ώρα δεν ερχόταν κι όπως είχαν επιθυμήσει τις τρεις αδελφές τους πήραν την απόφαση να επιστρέψουν πίσω. Ξεκίνησαν έχοντας την κρυφή ελπίδα ότι κάτι έχει αλλάξει προς το καλύτερο, ότι κάτι θα έχουν καταφέρει οι αδελφές τους.

Μόλις έφτασαν στη γη είδαν τον ήλιο να έχει εξαφανιστεί σε πολλούς τόπους και ένα γκρίζο σύννεφο να τους σκεπάζει. Αλλού αντίκρισαν παιδικά μάτια, λυπημένα, γεμάτα απογοήτευση ενώ γύρω αντηχούσαν όπλα. Όταν συνάντησαν μερικά παιδιά τα ρώτησαν τι συμβαίνει.

- Πόλεμος, απάντησε ένα μικροκαμωμένο παιδάκι.

- Βλέπετε οι μεγάλοι αδιαφορούν, κοιτάζουν μόνο το συμφέρον τους και ορίστε τα αποτελέσματα. Φόβος, καταστροφή, θάνατος, συμπλήρωσε ένα άλλο.

- Κι εσείς τι κάνετε; ρώτησε μια νεράιδα.

- Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε, μικρά παιδιά, απάντησε ένα αδύναμο κοριτσάκι, με μελαγχολικά μάτια.

- Κι η αγάπη, η ειρήνη, η καλοσύνη. Πού είναι, τις ξεχάσατε; ρώτησε γεμάτη ανησυχία μια άλλη νεράιδα.

- Αχ! Μη ρωτάτε, αποκρίθηκε το πιο μεγάλο παιδί, που άρχισε να ξεθαρρεύει.

- Όχι! Θέλουμε να μάθουμε, φώναξαν όλες μαζί οι νεράιδες.

- Ακούστε λοιπόν και μη με διακόψετε, αντήχησε μια φωνή.

- Ποια είσαι; από πού ήρθες, ρώτησε η πιο μικρή νεράιδα.

- Είμαι η μοίρα που ορίζει τη ζωή και το μέλλον των ανθρώπων και πραγματικά θέλω να είναι μια όμορφη ειρηνική ζωή. Όμως αυτοί άφησαν τον πόλεμο να κυβερνά. Κι ο πόλεμος είναι ένας γέρος κακός που χαίρεται όταν βλέπει δυστυχισμένα παιδιά. Μια μέρα λοιπόν φυλάκισε την ειρήνη σ’ ένα σκοτεινό κάστρο. Την έδεσε με αλυσίδες για να μην μπορεί κανείς να την ελευθερώσει κι έβαλε την φιλονικία και την διχόνοια να την προσέχουν.

- Μα καλά η αγάπη και η καλοσύνη τι απέγιναν; ρώτησε μια νεραϊδούλα με φωνή που έτρεμε.
Αχ κι αυτές δε στάθηκαν πιο τυχερές. Την αγάπη την κρατά φυλακισμένη το μίσος, ένα ξωτικό που δε θέλει να βλέπει αγαπημένους τους ανθρώπους. Χαρά του ναβλέπει τους ανθρώπους να τσακώνονται, να μιλά άσχημα ο ένας στον άλλον και να χαίρονται όταν ο διπλανός τους πονά και είναι δυστυχισμένος, συνέχισε η μοίρα.

- Κι η καλοσύνη! Που είναι; ρώτησε μια ξανθιά νεράιδα αν και μάντευε την απάντηση.

- Αχ! Αυτή είναι φυλακισμένη σε μια σκοτεινή σπηλιά που την είσοδο την κλείνει ένας τεράστιος βράχος. Η κακία και η έχθρα, δύο κακές μάγισσες στέκονται απ’ έξω και διώχνουν όποιον πλησιάσει, είπε αναστενάζοντας η μοίρα.

- Αχ δεν υπάρχει ελπίδα να ελευθερωθούν, ψιθύρισε ένα παιδάκι κι αναστέναξε δυνατά.

- Ποιος με φώναξε; ρώτησε μια όμορφη νεράιδα.

- Εσένα; κανένας, είπε το παιδάκι.

- Μα πως είπες ελπίδα, το άκουσα καθαρά, συνέχισε αυτή.

- Μα ποιες είστε εσείς τελικά, αναφώνησαν όλα τα παιδιά.

- Ποιες είμαστε; Ακούστε λοιπόν!

Και τότε, κάνοντας μια στροφή η κάθε νεράιδα παρουσιαζόταν στα παιδιά που είχαν μείνει άφωνα.

Και ξεκίνησε η πρώτη:

Τ’ όνομά μου είναι ελπίδα

της ζωής η ηλιαχτίδα

για ένα κόσμο φωτεινό

όμορφο ειρηνικό.

Και μετά με τη σειρά παρουσιάστηκαν όλες.

Θαρρώ όλες με γνωρίζετε
και με υπολογίζετε
η φιλία είμαι η ονομαστή
που ομορφαίνει κάθε στιγμή
Σίγουρα μ’ έχετε ακουστά
πρόσωπα θέλω γελαστά
χαρά το όνομά μου
το τραγούδι συντροφιά μου.

Ευτυχία με φωνάζουν
κι όλοι με αγκαλιάζουν
τη ζωή με λουλούδια τη γεμίζω
χαμόγελα απλόχερα χαρίζω.

Η γνώση είμαι εγώ
που πάντα σας οδηγώ
σε αποφάσεις συνετές
δίκαιες και γνωστικές.

Ομόνοια ονομάζομαι
τον πόλεμο απεχθάνομαι
τη διχόνοια πολεμώ
μακριά την κυνηγώ.

Στη ζωή χαμογελώ
τις αρρώστιες πολεμώ
Τα όνειρα να γίνουν αληθινά
υγεία να ’χετε παντοτινά.

Και μόλις συστήθηκαν στα παιδιά τους είπαν να μην απογοητεύονται και ότι θα τα βοηθήσουν να γίνουν χαρούμενα και ευτυχισμένα.

- Αλήθεια θα μας βοηθήσετε να διώξουμε τον πόλεμο, το μίσος, την κακία, ρώτησε ένα όμορφο κοριτσάκι που το χαμόγελο έλαμψε πάλι στο πρόσωπό του.

- Εμπρός μη χάνουμε καιρό, ελάτε να οργανωθούμε, έχουμε πολλή δουλειά! φώναξε η ελπίδα.

Κι έχετε περιέργεια να μάθετε τι έγινε μετά; Για ακούστε λοιπόν τη συνέχεια, χωρίς να χάνετε λεπτό, γιατί συνέβησαν γεγονότα φοβερά που τον κόσμο άλλαξαν για τα καλά.

Το δρόμο τον έδειξε η μοίρα, που ήθελε το καλό των ανθρώπων.


Πρώτος σταθμός λοιπόν το κάστρο του πολέμου. Δεν πήγαν όμως μόνοι τους, γιατί τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και μαζεύτηκαν πολλά παιδιά. Όπλα δεν είχαν, βόμβες και κανόνια, αλλά είχαν μια καρδιά γεμάτη θάρρος και δύναμη. Κύκλωσαν το κάστρο κι άρχισαν ένα όμορφο τραγούδι. Από τα χέρια τους έφυγαν λευκά περιστέρια και λουλούδια γέμισαν τον τόπο. Ο πόλεμος, η διχόνοια και η φιλονικία δεν άντεξαν το τραγούδι κι έκλεισαν τα αυτιά τους. Με το τραγούδι των παιδιών ήταν τόσο δυνατό, τόσο γλυκό που αντηχούσε ψηλά ως τον ουρανό. 

Τα περιστέρια μπήκαν στο κάστρο και ελευθέρωσαν την ειρήνη. Το άρωμα των λουλουδιών πλημμύρισε το μέρος. Ο πόλεμος έπεσε κάτω μην αντέχοντας, το ίδιο και η παρέα του και τότε τον έπιασαν και τον φυλάκισαν στα πιο βαθιά και σκοτεινά υπόγεια του κάστρου.

Η ειρήνη ήταν ελεύθερη πια κι αγκάλιασε όλες τις νεράιδες που την βοήθησαν να δει το φως του ήλιου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ, φώναξε σ’ όλα τα παιδιά που την έσωσαν απ’ τον πόλεμο.


Έτσι αγκαλιασμένοι έφυγαν από κει για να πάνε να ελευθερώσουν την καλοσύνη. Πως θα ξεγελούσαν όμως την κακία, πως θα παρέσερναν την έχθρα μακριά;

Πάλι η μοίρα τους οδήγησε στη σπηλιά που ήταν φυλακισμένη η καλοσύνη. Για να δούμε λοιπόν τι έκαναν μόλις έφτασαν εκεί. 

Πλησίασαν κοντά δυο παιδιά.

- Τι θέλετε; ρώτησε η κακία με άγρια φωνή.

- Να μάθαμε ότι μένετε εδώ και ήρθαμε να σας ρωτήσουμε ποια είναι η ποιο έξυπνη και πιο δυνατή.

- Μα και βέβαια εγώ, είπε η κακία.

- Τι λες; Αντέδρασε η έχθρα. Εγώ είμαι η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη και η πιο δυνατή. 

Ο καβγάς δεν άργησε ν’ ανάψει. Φωνές γέμισαν την ατμόσφαιρα και τότε βρήκαν την ευκαιρία τα άλλα παιδιά να σπρώξουν το βράχο και να βγει έξω η καλοσύνη. Και τότε μια λάμψη σκέπασε τον ουρανό και τυφλώθηκαν η έχθρα και η κακία. Αμέσως τις άρπαξαν και τις έκλεισαν στη σπηλιά, έβαλαν και το βράχο κι έμειναν για πάντα εκεί κλεισμένες.

Η καλοσύνη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ελεύθερη. Άρχισε να ρωτά τι συνέβη και πως την βρήκαν. Όμως η γνώση της είπε ότι δεν είχαν καιρό για λόγια γιατί έπρεπε να ελευθερώσουν την αγάπη.



Για άλλη μια φορά η μοίρα, τους βοήθησε να βρουν το σπίτι του μίσους, του κακού ξωτικού που τρύπωνε παντού και ξεγελούσε τους ανθρώπους. Δεν είχε όπλα, όπως ο πόλεμος, αλλά είχε ένα ραβδάκι που έκανε τους ανθρώπους κακούς, εγωιστές, σκληρούς και άδικους μόλις τους άγγιζε. Το σπίτι του ήταν στην άκρη ενός δάσους. Ήλιος δεν το φώτιζε, ήταν πάντα σκοτεινό και παγωμένο.

Πώς μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν οι νεράιδες και τα παιδιά. Πώς να το νικήσουν;

- Μη σας νοιάζει, λέει η ευτυχία. Θα αναλάβω εγώ.
- Θα σε βοηθήσω κι εγώ, φώναξε η φιλία, γιατί πολύ μας έχει ταλαιπωρήσει αυτό το πλάσμα. Πρέπει να τελειώνουμε μαζί του.
Για να δούμε λοιπόν τι έγινε στη συνέχεια.
Προχώρησαν όλοι μαζί. Μπροστά πήγαινε η ευτυχία και η φιλία. Πίσω όλα τα παιδιά κρατώντας μεγάλες κόκκινες καρδιές από χαρτόνι που έγραφαν «ΑΓΑΠΗ». Όταν τους είδε το μίσος τους είπε άγρια να φύγουν, γιατί το ενοχλούσαν.
Τότε η φιλία άρχισε να μιλά με τη γλυκιά φωνή της και όλες οι νεράιδες άρχισαν να τραγουδούν.
- Σταματήστε, φώναξε θυμωμένο το μίσος.


Όμως η φωνή του σκεπάστηκε από το τραγούδι που έλεγε για την αγάπη και για το πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν είναι όλοι συμφιλιωμένοι. Μιλούσε για την γλυκιά αγκαλιά της μάνας, για το τρυφερό χάδι του πατέρα για τη χαρά της συνεργασίας, για την αξία του να μοιράζεσαι χαρές και λύπες με φίλους. Όλοι άκουγαν αμίλητοι, συγκινημένοι. 
Γιατί βλέπετε τα όπλα που μπορούσαν να νικήσουν το μίσος ήταν τα λόγια της αλήθειας, της χαράς, της αισιοδοξίας. Τα παιδιά κρατούσαν σφιχτά τις χάρτινες καρδιές στο στήθος τους όταν ξαφνικά το μίσος μη αντέχοντας άλλο αυτή τη γλυκιά μελωδία άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει ώσπου εξαφανίστηκε και τα μόνα που έμειναν στο έδαφος ήταν τα κλειδιά του σπιτιού. 
Ένα ουράνιο τόξο εμφανίστηκε τότε στον ουρανό και το μέρος γέμισε πολύχρωμα λουλούδια. Αμέσως η φιλία άρπαξε τα κλειδιά και ελευθέρωσε την αγάπη. Βγαίνοντας η αγάπη το σπίτι σκεπάστηκε από ένα σύννεφο και εξαφανίστηκε. Στη θέση του εμφανίστηκε ένα πανέμορφο περιβόλι. Όλα έμοιαζαν μαγικά.
Η αγάπη έτρεξε στην αγκαλιά της ειρήνης και της καλοσύνης. Είχαν τόσα πολλά να πουν. 
Οι νεράιδες τότε θέλησαν να ευχαριστήσουν τα παιδιά, που βρήκαν τη δύναμη ν’ αγωνιστούν για να διώξουν τον πόλεμο, την κακία, την έχθρα και το μίσος και να ελευθερώσουν τις αδελφές τους.
- Ευχαριστούμε πολύ παιδιά, φώναξαν χαρούμενες και συγκινημένες.





Εμείς ευχαριστούμε, αποκρίθηκαν όλα μαζί, γιατί μας δείξατε το δρόμο της αγάπης, της ειρήνης και της καλοσύνης. Μας δώσατε την ευκαιρία να ονειρευτούμε έναν κόσμο καλύτερο και να αγωνιστούμε γι’ αυτόν.

Τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να πείσουμε και τους μεγάλους ότι υπάρχει ελπίδα, χαρά, ευτυχία, φιλία, ομόνοια, υγεία και γνώση και δεν πρέπει να απογοητευόμαστε. Αν παλέψουμε όλοι μαζί ενωμένοι θα ακούγονται μόνο τραγούδια και γέλια, θα σβήσουν τα δάκρια και η μελαγχολία. Μπορούμε όλοι μαζί να φτιάξουμε έναν κόσμο όπως τον αξίζουμε εμείς τα παιδιά και πρέπει όλοι να φροντίσουμε να γίνει πραγματικότητα. 


Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Νεραϊδόπαρμα

Τύλιξα στον κόρφο μου , μανουσάκια του βουνού να στα ρίξω στα μαλλιά

Έκρυψα τον πόνο μου στο τραγούδι του αηδονιού , να σου αγγίξει την καρδιά

Πνίγηκαν τα λόγια μου, τα μάτια μου στην γη, χαμηλώνουνε δειλά

Πέρασες τα δάχτυλα, να χτενίσεις τα μαλλιά και τα τίναξες ψηλά

Λούστηκες με φως , αλήθεια δεν ξανάδα τόση ομορφιά

Καλημέρα σου νεράιδα

Στην ποδιά σου κόκκινο, ένα ρόδι ακουμπώ,

σαν τα χείλη σου μικρή Αυγουστιάτικο πρωινό ,

να θυμάσαι θα ‘μαι δω, αν σε φέρει η βροχή.....


Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

ΑΝΟΙΞΗ.........ΣΤΗΝ ΣΤΑΧΤΗ


Γλυκιά μου νεράιδα της άνοιξης

Ένα απέραντο λιβάδι απ’ ανεμώνες ο κόσμος σου

Τα μαλλιά σου κατάξανθα.

Λες και του ήλιου όλη η λάμψη μέσα τους κρύφτηκε
Κάνεις ταξίδια μέσα στις λίμνες του Έρωτα
που είναι γεμάτες με μέλι και κρασί
φτιαγμένο απ’ τον Διόνυσο
Με κάθε γέλιο σου ο ουρανός γεμίζει χρώματα
Κόρη θνητή της Αφροδίτης, μούσα του Απόλλωνα
Πάνω σε πορφυρή άμαξα στον δρόμο μου βρέθηκες ...........
...............
ΣΤΑΧΤΗ..... ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Εγώ, θνητός γιος της Εκάτης. Ο πατέρας μου ένας ποιητής...νεκρός τώρα πια.
Ο δικός μου κόσμος ένα απέραντο ποτάμι δακρύων
γεμάτο αποκαΐδια τυραννισμένων ψυχών .
Αμέτρητες νύχτες παρακαλούσα την μητέρα μου να πείσει
τον Άδη να μ' αφήσει να βρεθώ ξανά στον κόσμο της νεράιδας μου
“Δεν έπρεπε να σε πάρω μαζί μου εκεί πάνω. Ήταν λάθος μου. Η θέση σου είναι εδώ με τους καταραμένους. Είσαι αγγελιοφόρος του Άδη. Όταν θα αφήσεις το θνητό σου σώμα θα γίνεις ένας απ' τους θεριστές του”
Αυτά ήταν τα λόγια της κάθε φορά που της μιλούσα για εκείνη.
Μέσα της όμως έλειωνε η μητέρα μου κάθε φορά που μ' έβλεπε να κλαίω σαν μικρό παιδί στις όχθες του Αχέροντα.
Δεν τα πίστευε αυτά που έλεγε.
Απλά δεν αποφάσιζε εκείνη.
Ώσπου μια νύχτα ήρθε όλο χαρά και με ξύπνησε απ' τους εφιάλτες μου.
“Του μίλησα αγόρι μου. Τον έπεισα”
Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη απ' την χαρά μου. Μέχρι να καταλάβω
ότι δεν ονειρευόμουν και να συνέλθω ο Άδης στεκόταν ήδη δίπλα μου.
Έκανε νόημα στην Εκάτη να φύγει και να περιμένει έξω απ' το δωμάτιο.
Εκείνη έφυγε χωρίς να φέρει αντίρρηση.
Μόλις μείναμε οι δυο μας έβγαλε απ' το ζωνάρι του ένα κοφτερό μαχαίρι και με μια γρήγορη κίνηση έκανε μια σχισμή στην παλάμη του.
Πηχτό βαθυκόκκινο αίμα άρχισε να ρέει.
Έφερε το χέρι του κοντά στο πρόσωπό μου και με κοίταξε με στοργικό βλέμμα βαθιά μες τα μάτια μου.
“Πιες απ΄ το αίμα μου και θα είσαι ελεύθερος να μείνεις στον κόσμο της νεράιδας σου για πάντα”.
Χωρίς να σκεφτώ και ακόμα ζαλισμένος από την απρόσμενη χαρά που με βρήκε δοκίμασα απ' το αίμα του σαν υπνωτισμένος.
Ιχώρ κύλισε στις φλέβες μου. Ήταν σαν να ξαναγεννήθηκα.
Τράβηξε απότομα το χέρι του και εξαφανίστηκε.....έτσι όπως είχε εμφανιστεί.
Η Εκάτη μπήκε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο και μ' αγκάλιασε.
Μου χάιδεψε τα μαλλιά και δάκρυα χαράς κύλισαν απ' τα μάτια της
“Σήμερα ξαναγεννήθηκες αγόρι μου” μου είπε.
Δεν απάντησα. Την φίλησα στο μέτωπο και έτρεξα προς την έξοδο αυτής της αβύσσου που είχα τόσα χρόνια για σπίτι.
Θα συναντούσα επιτέλους την νεράιδα μου....
Η μητέρα μου φώναξε. “Σ' έκανε αθάνατο”
“Με αντάλλαγμα ένα θάνατο” ακούστηκε εκείνος

Κι ο θάνατος νεράιδα μου.... ήταν για σένα

Chris Kariotis.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Νυχτανθοί και Νεράιδες


      Οι εφτά καβαλάρηδες της νύχτας έφτασαν μεσάνυχτα κοντά στο ψηλογέφυρο, το γεφύρι με τα πλατάνια, που ένωνε τη Μεγάλη χώρα με το Αγρίνιο. Είχαν τυλίξει με πανιά τις οπλές από τις φοράδες τους, για να μην ακούγονται και τρομάξουν τα ξωτικά και φύγουν. Λες και τα ξωτικά ακούνε με τ’ αυτιά και βλέπουν με τα μάτια. Με την ψυχή τους , ακούνε και βλέπουνε οι ξωθιές. Ξεπέζεψαν σα σκιές και κύκλωσαν το γεφύρι. Ήταν αποφασισμένοι πως εκείνο τοβράδυ θα τέλειωνε η ιστορία, με το τέλος που αυτοί επιθυμούσαν. Αλλιώς ας μην τους λόγιαζαν για άντρες πια. Ώρα δώδεκα και κάτω από τη γέφυρα, οι νεράιδες είχανε στήσει χορό, ανέμελο, ονειρεμένο. 
    Ο καλύτερος από τους καβαλάρηδες, ο Αλέξανδρος, ήταν μαγεμένος από την ομορφιά μιας νεράιδας. Εκείνοι, είχαν ακροβολιστεί και κοίταζαν κλεφτά, κρυμμένοι μέσα στις καλαμιές και τα βούρλα της όχθης. Οι νεράιδες, ανέμιζαν τα μαντήλια τους, και τα κορμιά τους λικνίζονταν,σπαρταρούσαν, κάτω από τα αραχνοκεντημένα πέπλα, που ήταν καμωμένα όχι για να κρύβουν την ομορφιά, αλλά να την αναδεικνύουν και να τρελαίνουν τους άμυαλους θνητούς που θα τολμούσαν να κοιτάξουν, χωρίς τις απαραίτητες προφυλάξεις, πλάσματα αιθέρια, αλλόκοσμα, Θεϊκά. Να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα στο μεσουράνημά του, χωρίς να χαμηλώσουν τα βλέφαρα. Αδιάντροπα, απερίσκεπτα, επικίνδυνα, τιμωρητέα.“Να έχετε μαζί σας ένα μυριστικό χορτάρι, χαμορίγανο, μαζεμένο με την πανσέληνο του μήνα θεριστή, που τις μεθάει, ή, αγιασμό από την εκκλησία που σε κάνει άτρωτο απ’ τις ξωθιές. Μα το πιο δυνατό, είναι η αγάπη. Να σ’ αγαπάει η νεράιδα για να μην μπορεί να σου κάνει κακό, να σε τρελάνει. Ή, να την αγαπάς εσύ,οπότε είσαι τρελός έτσι κι αλλιώς και δεν φοβάσαι”, τους συμβούλεψαν οι γέροντες που ήξεραν.Μύριζαν νυχτολούλουδο τα κορμιά τους. 
    Η Διαμαντώ η ομορφότερη από τις νεράιδες αγάπαγε τον Αλέξανδρο. Τον έβλεπε που την παραφύλαγε στο χορό τις νύχτες. Δεν έλειψε ούτε μια φορά τον τελευταίο μήνα. Κάθε φορά, όταν οι κουκουβάγιες σήμαιναν μεσάνυχτα, έβγαινε από την κρυψώνα του και την πλησίαζε. Άπλωνε τα χέρια του να την πιάσει, κι εκείνη, αέρας, ξέφευγε μέσα από την αγκαλιά του. Προσπαθούσε να της μιλήσει κι απ’ το στόμα του έβγαιναν άναρθρες κραυγές, μουγκανητά. Εκείνο το βράδυ, η νεράιδα, το είχε κι αυτή αποφασίσει. Θ’ άφηνε το μαντήλι της στην άκρη, για να το πάρει ο Αλέξανδρος. Τότε θα ήταν για πάντα δική του. Δεν θα μπορούσε να φύγει. Και η νεράιδα του ψηλογέφυρου το ‘χε αποφασισμένο, πως αυτό ήτανε το γραμμένο της. Ήξερε πως,ξημερώματα, έφευγε μαζί με τ’ αδέρφια του για τον πόλεμο.“ Ή τώρα ή ποτέ”, είπε στη μάνα της.“Ποτέ κόρη μου”, διάταξε εκείνη παρακλητικά.“Τώρα”, αποφάσισε η κόρη. Κι όταν αποφασίζουν οι ερωτευμένες οι κόρες, δεν οπισθοχωρούν.“Ο δρόμος που τραβάς κόρη μου, δεν έχει γυρισμό”, της είπε εκείνη και της έδωκε την ευχή της. 
    Ήξερε πως είναι ανώφελο να προσπαθείς να μεταπείσεις μια ερωτευμένη γυναίκα. Είναι σα να προσπαθείς να σταματήσεις ένα χείμαρρο με το σώμα σου. Σε παρασέρνει και χάνεσαι.“Απ’ αυτή τη στιγμή, θα έχεις τρεις ευκαιρίες να γυρίσεις. Μην χάσεις την τελευταία”,πρόσθεσε, γνωρίζοντας όμως πως η κόρη της την άκουγε με κλειστό το μυαλό της σε φόβους κι επιρροές.Οι ενισχύσεις, τ’ αδέρφια του, που έφερνε ο Αλέξανδρος μαζί του για να την πιάσει,δεν χρειάστηκαν και θα ήταν ανίσχυρες μπροστά στο ανεξήγητο. Μάταια θα έβαζαν σε αμφισβήτηση τον ανδρισμό τους μετέχοντας σε μάχη χαμένη, που η ρώμη και η ανδρεία δεν θα είχαν τον πρώτο λόγο.Εκείνη τη νύχτα, μόλις τα ξωτικά αντιλήφτηκαν τους επισκέπτες, σταμάτησαν το χορό τους, παραμέρισαν και βγήκε μόνη της η αγαπημένη και χόρευε κάτω από το γεφύρι και κάτω από τα βλέμματα του παραλογισμένου ερωτιδέα. Χόρευε και η τελευταία ίνατου κορμιού της. Τα νυχτοπούλια και τ’ αγρίμια, λούφαξαν φοβισμένα γρικώντας τ’ αλλόκοτο. 
    Ο αέρας σίγησε μουδιασμένος κι αναποφάσιστος. Δεν ήθελε να ταράξει την αρμονική κίνηση των πέπλων, που έσειε η ανάσα του κορμιού της. Ήτανε ο χορός ο δικός της, ο χορός του αγαπημένου της. Μια φορά, στα χίλια χρόνια, τυχαίνει νεράιδα, να θέλει από μόνη της να περάσει στην αντίπερα όχθη, να γίνει άνθρωπος.Μια φορά, στα χίλια χρόνια, τέτοιος μεγάλος έρωτας, χτυπάει θεό ή άνθρωπο. Τότε χορεύει το χορό τον καλύτερο, το χορό τον τελευταίο. Μαζεύονται όλες οι ξωθιές κι όλα τα ξωτικά και παρακολουθούν, με κομμένη την ανάσα, το θάμα. Το χορό του αποχαιρετισμού της παλιάς ζωής και του καλωσορίσματος της καινούργιας. Τότε αφήνει κι ο Θεός, το ένα από τα μάτια του, να ξεστρατίσει κατά κει, επιτρέποντας στον εαυτό του μια στιγμή διασκέδασης, μετά από τον κάματο της ημέρας, και μέσα στην ανησυχία της νύχτας. Του αρέσει τις νύχτες να παρακολουθεί τις ζωές που φεύγουν, τις ζωές που έρχονται. Έχει μια φοβερή λαμπράδα η ζωή που μόλις ανοίγει τα μάτια της, ή τη στιγμή που τα κλείνει για πάντα. Κι εδώ κάτι τέτοιο φοβερό λάβαινε χώρα. Ένας θάνατος και μια καινούργια ζωή ταυτόχρονα. Μια θνησιγονία. Με τίποτε στον κόσμο, δε θα ‘θελε να είναι απών από τούτο το λαμπρό γιορτάσι. Να βλέπει το σπόρο της αγάπης που έκρυψε στις ψυχές όταν τις έπλαθε, να καρποφορεί. Και οι καρποί της, τρομερές πράξεις αυταπάρνησης που τον γεμίζουν με δέος. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που αμφιταλαντεύονται οι Θεοί ανάμεσα στην αγάπη και τη δικαιοσύνη.
    Οι Θεοί πρέπει να είναι δίκαιοι. Κάτι τέτοιες στιγμές όμως σκέπτονται σοβαρά να παρατήσουν τη δικαιοσύνη και να παντρευτούν την αγάπη. Η δικαιοσύνη, είναι καλή νοικοκυρά, αλλ’ απόμακρη, ανέραστη, τυπική, ανιαρά Θεϊκή. Η αγάπη, λιγότερο ή καθόλου νοικοκυρά, είναι ζωντανή, κοντινή, πιστή, εξαίσια ανθρώπινη. Τ’ ανθρώπινο,αυτός ο φοβερός στίβος, είναι που διεγείρει τους Θεούς να το ζήσουν. Το Θεϊκό είναι ο στόχος του ανθρώπου. Όταν αυτά τα δύο συναντώνται σ’ ένα θεάνθρωπο, Τότε αλλάζει η τάξη, ριζικά και στα δύο στρατόπεδα.Ο Αλέξανδρος, παρατήρησε πως δεν ανέμιζε, όπως συνήθως, το μαντήλι στα χέρια της. Άφωνος, έμπλεος πόθου, άφησε τα μάτια του να βοσκήσουν πάνω στο θεσπέσιο κορμί που λικνίζονταν και που ούτε για μια στιγμή δεν του έβαζε αμφιβολίες, πως απόψε, χόρευε γι αυτόν και μόνο. Τρελάθηκαν και οι δύο. Βγήκε απ’την κρυψώνα του, πήρε το μαντήλι της κι άρχισε να χορεύει μαζί της. Τέτοιο χορό,ορκίζονταν οι αλλότροποι θεατές, δεν είχαν ξαναδεί, στην πολύχρονη ζωή τους.“Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος τούτος ο χορευτής”, θαύμαζαν. Έσκασαν από τη ζήλια τους οι άλλες οι κοπέλες.“Για τέτοιον άντρα, περνάμε κι εμείς τη φοβερή γραμμή που χωρίζει το Θεϊκό απ’το ανθρώπινο”, δήλωναν.
    Το ζευγάρι των χορευτών, ούτε που τους άκουγε. Κοίταζε ο ένας βαθιά τα μάτια τ’ αλλουνού κι εκστασιάζονταν. Ύστερα αγκαλιάστηκαν. Κι αυτή τη φορά, ο Αλέξανδρος δεν έπιανε αέρα στα χέρια του. Έπιανε κορμί που σπαρταρούσε και του παραδίνονταν.“Πως σε λένε”;“Διαμαντώ. Εσένα”;“Αλέξανδρο”. “Σ’ αγαπώ, Αλέξανδρε”.“Σ’ αγαπώ, Διαμαντώ” Κι εκεί κάτω από τη γέφυρα, μεθυσμένοι από τον έρωτα, ενώθηκαν για πρώτη και στερνή φορά. Ο αέρας, όχι με δική του πρωτοβουλία, αλλά με διαταγή της Πρωτοξωθιάς, φύσηξε και μάδησε τα πλατανόφυλλα για να σκεπάσει το ζευγάρι από τ’ αδιάκριτα βλέμματα της νύχτας. Απέσυρε κι ο Θεός το μάτι του, να μη σκανδαλίζεται. 
    Τη συνέχεια, την είχε μυριάδες φορές ιδωμένη. Άπειρες φορές είδε τους ανθρώπους να ζευγαρώνουν μεταξύ τους ελπίζοντας πως θα γεννήσουν τη σωτηρία τους. Άπειρες φορές τους είδε να ψάχνουν να βρουν το Θείο, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Να ζευγαρώσουν μαζί του και να σωθούν από τη φθορά.“Δώσε μου το μαντίλι μου”, είπε η Διαμαντώ όταν σηκώθηκαν, χωρίς να μπορούν να ξεχωρίσουν τα κορμιά τους, από τη δίνη του έρωτα.
     Εκείνος το κράταγε στο χέρι του. Το ‘φερνε και το ακούμπαγε στο μάγουλό του και το άρωμα του νυχτανθού τον μεθούσε.“Θα φύγεις αν στο δώσω”, παραπονέθηκε.“Ναι θα φύγω”, είπε η Διαμαντώ, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.Εκείνος, τη φίλησε στο μέτωπο, της χάιδεψε τα μαλλιά και βάζοντας το μαντήλι στην παλάμη της, έκλεισε τη φούχτα της με το χέρι του.“Παρ’ το”, της είπε, κοιτώντας τη μ’ αγάπη που μπορούσε να κυκλώσει τρειςγύρους τη γη και να περισσέψει να πάρουν αντίδωρο όλοι οι στερημένοι την αγάπη στον κόσμο. Εκείνη το πήρε, το ‘φερε στο στόμα της, το φίλησε και το ‘δεσε μετά στο λαιμό του.“Να σε φυλάει στον πόλεμο”, του είπε και κρύφτηκε στην αγκαλιά του.Μέσα της, η φωνή της μάνας την ειδοποιούσε πως χάθηκε η πρώτη της ευκαιρία.
     Το χάραμα, που τα σκοτάδια απορροφούν την υποψία της ανατολής καιλαμπρύνονται, χάθηκαν τα άλλα ξωτικά. Ανέμισαν τα μαντήλια πάνω από τα κεφάλια τους κι εξαφανίστηκαν. Όλα εκτός απ’ εκείνη. Την πήρε και την ανέβασε στη φοράδα του. Έτρεξε, μαζί με τ’ αποχαυνωμένα από το θέαμα αδέρφια του και την πήγαν στο σπίτι.“Είναι η νύφη σου”, είπε στη γριά μάνα του. “Να την προσέχεις. Να με περιμένεις εδώ να γυρίσω απ’ τον πόλεμο. Πάρε το μαντήλι σου, μην τύχει και δε γυρίσω”, είπε στη νυφούλα γυναίκα του.“Όχι, κράτα το. Θα γυρίσεις”, του είπε κλαίγοντας, “κι εγώ θα σε περιμένω”.Χάθηκε και η δεύτερη ευκαιρία της.Τον κοίταζε, μέχρι που η ομάδα των ιππέων ενώθηκε με τη γραμμή του ορίζοντα κι εξαφανίστηκε από τα μάτια της. 
     Από ‘δω κι εμπρός, όσο κι αν έψαχνε τον ορίζοντα, δε θ’ αντίκριζε σύννεφο σκόνης από ιππείς που επιστρέφουν από τον πόλεμο. Κανένα από τ’ αδέρφια δε θα γύριζε. Ήξερε η Διαμαντώ, πως τον έβλεπε για τελευταία φορά. Οι νεράιδες, ξέρουν το πεπρωμένο. Το ψυχανεμίζονται. Μόνο που δεν μπορούν να τ’ αλλάξουν. Είχε όμως πάρει την απόφασή της. Είναι κάποιες φορές στη ζωή, που έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στη στιγμή και την αιωνιότητα. Διαλέγεις να ζήσεις τη στιγμή. Κι αν ξαναβρισκόσουν στο δίλημμα, πάλι τη στιγμή θα διάλεγες. Σε μερικούς μήνες, γέννησε μια πεντάμορφη”. Δεν έφυγε ούτε και την τελευταία φορά , που μπορούσε, όταν ήρθε το γράμμα από το μέτωπο. “Ο σύζυγός σας, έπεσε μαχόμενος για την πατρίδα”... Κι ένας άλλος φάκελος, κλεισμένος στον πρώτο. “Να παραδοθεί στη γυναίκα μου, σε περίπτωση θανάτου μου”, έγραφε απ’ έξω ο αγαπημένος της. Μέσα είχε το μαντήλι της. 
     Το φοβερό διαβατήριο ανάμεσα σε κόσμους και σε όνειρα. “Φύγε”, της έγραφε. “Πήγαινε να ζήσεις τη δική σου ζωή. Εγώ, θα έρχομαι, αέρας τη νύχτα, να σ’ ανταμώνω κάτω από τη γέφυρα”.Πήρε το μαντίλι και το ‘ριξε στη φωτιά. Σείστηκε συθέμελα το χωριό απ’ τη σφοδρή βοή της δύναμης που χάνονταν. Βγήκε μετά στο μπαλκόνι, και με τα μάτια φλόγινα, κοίταξε πίσω από τα βουνά τρυπώντας τα με το βλέμμα της, μέχρι έφτασε στον τάφο του Αλέξανδρου.“Θα σε περιμένω να έρχεσαι, αέρας, στο σπίτι σου. Να δροσίζεις την πυρακτωμένη από την απουσία σου κλίνη μου. Να βλέπεις την κόρη μας να μεγαλώνει”, είπε και τα μάτια της, ξεραμένα απ' τη φωτιά που τα έκαιγε, δεν μπορούσαν να δακρύσουν και ν' αλαφρύνει ο πόνος της ψυχής της. Έκαψε στη φωτιά, την τρίτη και τελευταία ευκαιρία γυρισμού στη φύση της...
    Από εκείνη τη μέρα η Διαμαντώ, μένει ώρες ολόκληρες κοιτάζοντας κατά την Ανατολή. Έτσι γίνεται κάθε απόγευμα πριν σουρουπώσει. Έρχεται εδώ στο ψηλογέφυρο, το μέρος που πρωτοειδωθήκανε. Του πρώτου τους φιλιού το μέρος.Της τελευταίας εικόνας του, καθώς έφευγε για τον πόλεμο, το μέρος. Κάθεται στην πελεκητή του πέτρα και μόλις χαθεί και η τελευταία ακτίνα του ήλιου πίσω της, αφήνει το βλέμμα της να χιμήξει χείμαρρος κατά κει που ξέρει η καρδιά της, αφήνοντας εκούσια το νου της και το σώμα της να παρασυρθούν και να ταξιδέψουν μαζί μέχρι το μνήμα εκείνο στην Ανατολή. Το μνήμα του “άπιστου”, που δεν τολμούν πια οι σημερινοί ιδιοκτήτες του χώρου να πειράξουν. 
     Στην αρχή, έβγαλαν και κατέστρεψαν τον ξύλινο σταυρό με το σημαδιακό όνομα, Αλέξανδρος, για να τον δουν την επόμενη στητό να τους ανατριχιάζει. Το χώμα του, φρεσκοσκαμένο κι αγκαλιά τ’αγρολούλουδα επάνω του να ευωδιάζουν. Παραφύλαξαν τα βράδια οι καλύτεροι, οι πιο ανδρειωμένοι, να πιάσουν τον παράτολμο που αψηφάει τη γενική βούληση και κάνει σπονδές στον τάφο του επιδρομέα. Ένα πέπλο τους σκέπασε τα μεσάνυχτα και μια μυρωδιά μεθυστική νυχτανθού ξενόφερτου. Και πριν ναρκωθούν, πρόλαβαν να δουν, χιλιάδες αέρινες κόρες, μ’ αραχνοΰφαντα πέπλα κάτασπρα, λυγερόκορμες οπτασίες αιθέριες, να χορεύουν, χωρίς τα πόδια τους να πατάνε στη γη, χορούς πρωτόγνωρους για τα μάτια τους και ν’ αφήνουν από ένα λουλούδι στο μνήμα μέχρι που ο σταυρός σκεπάστηκε μέχρις επάνω. Κι ανάμεσά τους, αχ μάνα μου ομορφιά,η καλύτερη, χορεύει χορό ερωτικό, παράφορο, ντυμένη κατάμαυρα, με τα μαλλιά της ξέπλεκα ν’ ανεμίζουν στο ζέφυρο χρυσαλειμμένα αστραφτερό φεγγαρόφωτο, και τα δάκρυά της, καυτερή ψιχάλα να ποτίζουν τη γη και να κατακαίνε τα ζιζάνια που είχαν την αποκοτιά να φυτρώσουν σε χώρο άβατο, ιερό. Άφωνοι την άλλη μέρα προσπαθούν με νοήματα να περιγράψουν τη σκηνή στους έντρομους δικούς τους. 
     Από τότε, οι νέες, αφήνουν ένα λουλούδι στο μνήμα του  Αη-Γκιαβούρη, του άγιου των αέρινων κοριτσιών και του έρωτα, και ξενυχτάνε τα βράδια, ελπίζοντας να δουν τις αγαπημένες του να χορεύουν. Όποια προλάβει κι αγγίξει το πέπλο της μαυροφόρας, που κάθε βράδυ χορεύει τον έρωτά της για τον καλό της, μέσα στο χρόνο θα παντρευτεί τον αγαπημένο της. Χορεύουν και οι ίδιες το σούρουπο πριν νυχτώσει και βγουν οι σκιές στο προσκήνιο και καθηλώσουν τη φύση. Ψάχνουν και για τα ερωτικά μηνύματα που κρύβουν οι νέοι στις πέτρες του μνήματος, ελπίζοντας πως τα κορίτσια θα τα βρουν και θα μάθουν τον πόθο τους.“Καλημέρα Αλέξανδρε”, ψιθυρίζει η Διαμαντώ μόλις πάρει να ξημερώσει.“Καλημέρα Νεράιδα μου”, ακούει τη φωνή του και φεύγει. 
     Είναι φορές, που κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι, βλέπουν να σκίζεται η γη κι από μέσα να βγαίνει ένας πανώριος λεβέντης, που παίρνοντας αγκαλιά τη νεράιδα, χορεύουν μαζί μέχρι το πρωί. Παραμερίζουν οι άλλες οι νεράιδες και παρακολουθούν το θάμα.Τέτοιο χορό δεν έχουν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους...

Στον παππού μου Αλέξανδρο
Στη γιαγιά μου Διαμαντώ 

Δημήτρης Τζουβάλης