Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Ο Έρωτας και η...Τρέλα


The kiss -Gustav Klimt
Μιά μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και οι αξίες του ανθρώπου.
Η Τρέλα αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία της πρότεινε να παίξουν κρυφτό.
Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει, ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε: "Τί είναι το κρυφτό;"
O Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία.
Η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια -την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα-να παίξουν όλοι μαζί.
Υπήρχαν όμως πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν.
Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε πως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν.
Η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.
Ενα, δύο , τρία, άρχισε να μετρά η Τρέλα.
Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Βαριόταν, οπότε κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε.
Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς, ενώ η Ζήλια κρύφτηκε στη σκιά του Θριάμβου (ο Θρίαμβος κατάφερε με την αξία του να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό βουνό).
Η Γενναιοδωρία δεν ήξερε που να κρυφτεί. Κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο για να κρυφτεί κάποιος φίλος της, οπότε το παραχωρούσε. Έτσι κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα.
Ο Εγωϊσμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα. Ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο γι' αυτόν.
Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του Ωκεανού. Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν σε ένα ηφαίστειο.

Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμα μέρος να κρυφτεί. Όλες οι κρυψώνες ήταν πιασμένες. Τελικά βρήκε έναν θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί.
"999....1000", μέτρησε η Τρέλα κι άρχισε να ψάχνει.
Πρώτη βρήκε την Τεμπελιά που δεν είχε κρυφτεί και πολυ μακριά. Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με το Θεό. Ένιωσε το "ρυθμό" του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε τη Ζήλεια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και το Θρίαμβο. Ανακάλυψε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε αποφασίσει ακόμα που να κρυφτεί, και σιγά σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα.
Η Τρέλα έψαξε παντού, πάνω σε κάθε δέντρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορυφή βουνού, μα τίποτα. Ήταν έτοιμη να τα παρατήσει. Κάθισε λοιπόν δίπλα σε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα κι άρχισε να τον κουνάει νευρικά -Τρέλα ήταν ότι ήθελε έκανε-ώσπου άκουσε ένα βογγητό πόνου.
Ήταν ο Έρωτας. Τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν πληγώσει τα μάτια.
Η Τρέλα στεναχωρήθηκε πολύ. Έκλαιγε και προσπαθούσε να βρει τρόπο να επανορθώσει.
Ήταν όμως αργά. Ο Έρωτας είχε τυφλωθεί. "Άσε με να σε βοηθήσω...να γίνω οδηγός σου", εκλιπαρούσε η Τρέλα για να εξιλεωθεί.
Έτσι κι έγινε.
Από τότε ο Έρωτας είναι τυφλός και τον συνοδεύει η πάντα η Τρέλα !!! 
 Παραμύθι από το Περού

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Παραμύθι για την τέχνη των ευχών


Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που οι παπαρούνες ήταν ακόμα πολύχρωμες και όχι μόνο κόκκινες, ζούσε στο Νεραϊδοχώρι των Καλών Ευχών η μικρή νεράιδα Ακαταλαβίτσα. Η μικρή νεράιδα δεν είχε από την αρχή αυτό το όνομα.
Το όνομα που της έδωσαν όταν πέταξε για πρώτη της φορά ήταν Πετογελούσα. Όπως ίσως ξέρετε, οι νεράιδες έπαιρναν το όνομά τους αμέσως μετά το πρώτο τους πέταγμα.
Μόλις άρχισε λοιπόν η μικρή εκείνη νεράιδα να πετάει ψηλά, πάνω και κάτω από τα σύννεφα, είδε και θαύμασε από ψηλά όλο το Νεραϊδοχώρι. Πετούσε πάνω από τα πεντακάθαρα νερά του Στραβοδόντη Κάστορα, του νεραϊδοπόταμου που κυλούσε στη Λαμπροκουρελού, το λιβάδι με τις πολύχρωμες παπαρούνες, έκανε χαμηλές πτήσεις και απολάμβανε το ολόδροσο δάσος των Αγαπόδεντρων που περιτριγύριζε το Νεραϊδοχώρι. Τόσο πολύ χάρηκε με όσα έβλεπε που έβαλε τα γέλια. Πετούσε και γελούσε. Το γέλιο της ήταν καθαρό και κρυστάλλινο σαν να ηχούσαν ασημένιες και χρυσές καμπανούλες. Τότε η Νεραϊδοβασίλισσα Πεσκετόκανα, που πάντα παρακολουθούσε το πρώτο πέταγμα των μικρών νεραϊδόπουλων, έγινε νονά της και την ονόμασε «Πετογελούσα». Η Πετογελούσα, μετά τα πρώτα μαθήματα πετάγματος και κρυψίματος και μεταμορφώσεων, άρχισε να πηγαίνει στο ξακουστό «Σχολείο των Καλών Ευχών».
Εδώ πρέπει να πούμε –για όσους δεν το ξέρουν- ότι το «Σχολείο των καλών Ευχών» ήταν η καλύτερη Σχολή για νεράιδες σε όλο το Νεραϊδόκοσμο. Έρχονταν σ’αυτό νεραϊδούλες απ’όλο τον κόσμο και τα διπλώματα που έπαιρναν μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους ήταν αναγνωρισμένα και έγκυρα σε όλα τα νεραϊδοχωριά του κόσμου. Εκεί λοιπόν, οι μικρές νεράιδες διδάσκονταν από τις Πρεσβύτερες Νεράιδες του Συμβουλίου του Νεραϊδοχωριού την πολύ δύσκολη τέχνη των Ευχών.
- «Οι άνθρωποι εύχονται πολλά, μας ζητούν ακόμα περισσότερα και εμείς πρέπει κάθε φορά να διακρίνουμε τί είναι το σωστό να κάνουμε!» έλεγε στις μικρές νεράιδες η Νεράιδα Χαμομήλα, δασκάλα στο μάθημα του Ελέγχου των Ανθρώπινων Επιθυμιών.
- «Από τις ευχές μας εξαρτάται πολλές φορές η ευτυχία ή ακόμα και η καταστροφή κάποιων ανθρώπων!» τους έλεγε η Νεράιδα Κομποσκίνα, δασκάλα στο πολύ δύσκολο μάθημα των Αλυσιδωτών Αντιδράσεων των Ευχών.
- «Οι ευχές που δίνουμε δεν μπορούν να απαλλάξουν τους ανθρώπους από τις υποχρεώσεις που έχουν απέναντι τους άλλους ανθρώπους και στη φύση» έλεγε στις μαθητευόμενες Νεραϊδούλες η Νεράιδα Μελοκερασιά, δασκάλα από παλιά στο μάθημα της Ανθρωποευχολογίας.
Η μικρή Νεράιδα Πετογελούσα άκουγε προσεκτικά, κρατούσε σημειώσεις, έκανε πολλές ερωτήσεις και μέρα με τη μέρα μάθαινε τη δύσκολη τέχνη της Νεράιδας.
Την Τέχνη των καλών Ευχών.
Μετά από πολλά-πολλά μαθήματα, ήρθε η ώρα να αποδείξουν οι μικρές νεράιδες την αξία αυτών που είχαν μάθει από τις σοφές νεραϊδοδασκάλες τους.
Ήταν οι περίφημες «Εξετάσεις της Πρώτης Ευχής». Στις εξετάσεις αυτές έπρεπε να εφαρμόσουν όλα όσα είχαν μάθει στο «Σχολείο των Καλών Ευχών».
Από την επιτυχία τους θα εξαρτιόταν το αν θα συνέχιζαν τις σπουδές τους στην Ανώτερη Τάξη.
Μαζεύτηκαν λοιπόν όλες οι μαθητευόμενες μικρές Νεράιδες μπροστά στο Νεραϊδοσυμβούλιο όπου προέδρευε η βασίλισσα Πεσκετόκανα. Μερικές από τις πρεσβύτερες Νεράιδες πέρασαν μπροστά απ’όλες τις εξεταζόμενες νεραϊδούλες για να δουν και να ελέγξουν τα καινούργια μαγικά ραβδιά που τους είχαν δοθεί ειδικά για εκείνη τη μέρα.
Αφού ολοκληρώθηκαν οι έλεγχοι και βρέθηκαν όλα εντάξει, το Συμβούλιο άρχισε να αναθέτει τις πρώτες αποστολές.
Κάποια στιγμή, ήρθε επιτέλους και η σειρά της Πετογελούσας.
Η πρώτη της αποστολή ήταν να πάει σ’ένα μικρό αγοράκι που είχε εκείνη τη μέρα τα γενέθλιά του και ζητούσε χάρες από τις Νεράιδες με τον τρόπο που του είχε μάθει η γιαγιά του. Το παιδάκι εκείνο είχε ξυπνήσει πρωί-πρωί και κοιτάζοντας προς τον ήλιο που έβγαινε στην ανατολή, έλεγε:
«Νεράιδες μου καλές,
Νεράιδες μου χρυσές
Εσείς που με προσέχετε,
εσείς που μ’αγαπάτε
Δώστε μου τις ευχές σας
Ευχές για ό,τι θέλω
Ευχές για το καλό
Ευχές για τη ζωή μου
και ό,τι αγαπώ!»
Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι, μάθαιναν από πολύ μικρά παιδιά πολλούς τρόπους για να καλούν τις Νεράιδες όταν αντιμετώπιζαν κάποια αξεπέραστη δυσκολία. Οι άνθρωποι τις πίστευαν τις Νεράιδες και τις αγαπούσαν. Οι Νεράιδες από τη μεριά τους, αγαπούσαν και φρόντιζαν πάντα και με διάφορους τρόπους τους καλούς ανθρώπους. Με συμβουλές, με βοήθειες ή με ευχές. Μόλις λοιπόν το παιδάκι είπε το κάλεσμά του για τις Νεράιδες, η Νεραϊδοβασίλισσα Πεσκετόκανα φώναξε τη μικρή Πετογελούσα και την έστειλε να δει τί ήθελε το παιδί.
- Πετώ αμέσως Βασίλισσα Πεσκετόκανα! Να είσαι σίγουρη ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να φανώ αντάξια της εμπιστοσύνης σου και άξια μαθήτρια του «Σχολείου των Καλών Ευχών»!
Και πέταξε αμέσως προς το παιδάκι που την είχε καλέσει.
Πριν προλάβει το μικρό αγόρι να αποσώσει το τραγούδι-πρόσκληση προς τις νεράιδες, η Πετογελούσα με τη μορφή μιας μικρής χρυσογάλανης πεταλούδας που έλαμπε και φεγγοβολούσε, έμπαινε στο δωμάτιο του παιδιού.
Στάθηκε απέναντι στο μικρό άνθρωπο που την κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα από το θαυμασμό και είπε:
«Παιδάκι μου καλό,
παιδάκι μου χρυσό,
για πες μου εσύ τί θέλεις
να δω αν το μπορώ
Αν το μπορώ και πρέπει
η ευχή μου θα το φέρει.
Αν όμως είναι για κακό
θα φύγω, θα χαθώ!»
Το παιδάκι, μ’ένα τεράστιο χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του και με την καρδιά του να χτυπά δυνατά από την απρόσμενη χαρά, άπλωσε τα χέρια του στη νεράιδα Πετογελούσα και είπε:
«Θέλω όσο μικρός είμαι εγώ, τόσο μικροί να είναι και οι φόβοι μου!
Θέλω όσο μεγάλο είναι το δάσος, τόσο μεγάλη να είναι και η αγάπη που μου δείχνουν!
Θέλω ακόμα, όσο λάμπει ο ήλιος, τόσο έξυπνος να είμαι για να μη με λένε χαζό!»
Η Πετογελούσα σκέφτηκε λίγο και αποφάσισε: «Καλές μου φαίνονται οι επιθυμίες αυτού του παιδιού. Θα του δώσω τις ευχές μου!»
Έβγαλε τότε το μικρό, ολοκαίνουργο μαγικό ραβδάκι της και είπε:
«Σου εύχομαι, για τα γενέθλιά σου, όσο μικρός είσαι εσύ τόσο μικρά να είναι και όσα σε τρομάζουν.
Σου εύχομαι, όσο μεγάλο είναι το δάσος, τόση αγάπη να σου δείχνουν.
Σου εύχομαι τέλος, όσο λάμπει ο ήλιος πάνω σου, τόσο να λάμπει η σκέψη σου!»
Και η μικρή Πετογελούσα πετά χαρούμενη για το Νεραϊδοχώρι, περήφανη που είχε ολοκληρώσει με επιτυχία την πρώτη της αποστολή.
«Σίγουρα περνάω στην Ανώτερη Τάξη!» σκέφτεται με χαρά.
Εκεί όμως, πίσω στο Νεραϊδοχώρι, την περίμενε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη.
Βρήκε τη Νεραϊδοβασίλισσα Πεσκετόκανα μαζί με όλες τις Πρεσβύτερες Νεράιδες του Συμβουλίου να την περιμένουν με μια σκυθρωπή έκφραση που τίποτα καλό δεν προμηνούσε.
Η Πετογελούσα τις κοίταξε με αμηχανία και το χαμόγελό της ήταν μουδιασμένο.
- Έδωσα τις ευχές μου στο παιδάκι..., είπε με τρεμάμενη φωνή. Έκανα κανένα λάθος; συμπλήρωσε αχνά, με έναν ακαθόριστο φόβο να μεγαλώνει μέσα της.
- Πετογελούσα! Είπε αυστηρά η βασίλισσα Πεσκετόκανα. Δες και μόνη σου τα αποτελέσματα των ευχών που έδωσες στο μικρό αγοράκι!
Και με τα λόγια αυτά, ύψωσε το ραβδί της και έδειξε το παιδί στην έντρομη Πετογελούσα.
Και η Πετογελούσα, είδε με φρίκη μια σειρά από εικόνες που μόνο απελπισία προκαλούσαν.
Στην Πρώτη Εικόνα είδε το παιδάκι να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του με τρόμο καθώς το πολιορκούσαν φοβεροί εφιάλτες και οράματα με τέρατα που είχαν απαίσιες μορφές και που κανένα δεν ήταν μεγαλύτερο από το μπόι του.
Στη Δεύτερη Εικόνα είδε το παιδί να πνίγεται ανάμεσα σε ανθρώπους που το έπιαναν, το αγκάλιαζαν, του τσιμπούσαν τα μάγουλα, το φιλούσαν και δεν το άφηναν να πάρει ανάσα επειδή ― όπως έλεγαν― το αγαπούσαν υπερβολικά.
Η Τρίτη Εικόνα ήταν κι εκείνη απελπιστική. Η έκπληκτη και καταταραγμένη Πετογελούσα, είδε το παιδί να είναι έξυπνο μόνο όσην ώρα έλαμπε ο ήλιος. Μόλις όμως έπεφτε το βράδυ ή τύχαινε να έχει πυκνή συννεφιά, το κακόμοιρο αγοράκι μεταμορφωνόταν σε έναν απερίγραπτο βλάκα που δεν μπορούσε να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχερα.
Τότε η μικρή νεράιδα Πετογελούσα, με δάκρυα να πλημμυρίζουν τα λαμπερά γαλανά ματάκια της, είπε με συντριβή προς όλο το Συμβούλιο:
- Συγγνώμη! Δεν κατάλαβα τί ακριβώς ζητούσε το παιδάκι... Ούτε κατάλαβα πόσο δυσάρεστα αποτελέσματα θα μπορούσαν να έχουν οι ευχές που του έδωσα. Ζητάω συγνώμη από εσένα Βασίλισσα Πεσκετόκανα και από όλες τις Πρεσβύτερες Νεράιδες του Συμβουλίου μας! Την επόμενη φορά θα είμαι πολύ-πολύ προσεχτική!
Η βασίλισσα Πεσκετόκανα, παρόλο που συμπαθούσε πολύ τη μικρή Πετογελούσα όπως και οι άλλες Πρεσβύτερες Νεράιδες, της είπε αυστηρά:
- Οι Νεράιδες δεν έχουν πολλά περιθώρια για λάθη. Και είναι πολύ δύσκολο να διορθωθεί μια ευχή που δόθηκε από νεράιδα ―όσο μικρή κι αν είναι η νεράιδα που την έδωσε. Να είσαι πολύ-πολύ προσεκτική την επόμενη φορά. Πήγαινε τώρα να παίξεις με τις φίλες σου.
Η Πετογελούσα όμως ήταν ακόμα πολύ στενοχωρημένη.
- Και με το παιδάκι τί θα γίνει τώρα; ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον.
- Το παιδάκι θα είναι μια χαρά, είπε η βασίλισσα. Η Ε.ΔΙ.Λ.Ε.Α.Κ., η Επιτροπή Διόρθωσης Λανθασμένων Ευχών και Ακύρωσης Καταρών, ανάλαβε ήδη να αλλάξει τις ευχές σου. Κατάλαβες τώρα μικρή μου Νεράιδα «Ακαταλαβίτσα»;
Τα τελευταία λόγια της Νεραϊδοβασίλισσας κυκλοφόρησαν αμέσως σε ολόκληρο το Νεραϊδοχώρι. Έτσι, από εκείνη τη μέρα η Μικρή Πετογελούσα έγινε για όλους η νεράιδα Ακαταλαβίτσα.
Αυτό τη στενοχωρούσε πολύ τη μικρή νεράιδα γιατί της θύμιζε συνέχεια την αποτυχία της στην πρώτη της αποστολή. Χώρια που μερικές φίλες της είχαν αρχίσει να την κοροϊδεύουν.
Η επόμενη αποστολή για την Ακαταλαβίτσα άργησε να έρθει.
Η Νεραϊδοβασίλισσα Πεσκετόκανα μαζί με τις δασκάλες Νεράιδα Χαμομήλα, Νεράιδα Κομποσκίνα και Νεράιδα Μελοκερασιά, ξεκίνησαν να κάνουν εντατικά μαθήματα Ευχών στην Ακαταλαβίτσα. Η μικρή νεράιδα από τη μεριά της, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, διαβάζοντας σκληρά, λύνοντας δύσκολες ασκήσεις και κάνοντας εξάσκηση με τις φίλες της που είχαν περάσει στην Ανώτερη Τάξη. Όλα αυτά που χρειάζονταν για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις περίεργες επιθυμίες των ανθρώπων.
Μετά από πολλές εβδομάδες διαβάσματος, ασκήσεων και εξετάσεων, η Νεραϊδοβασίλισσα Πεσκετόκανα κάλεσε την Ακαταλαβίτσα και της είπε:
- Καλή μου Ακαταλαβίτσα ήρθε η ώρα να μας δείξεις τί έμαθες. Ένας καλός άνθρωπος με γυναίκα και πέντε παιδιά, βρίσκεται στην ακροποταμιά και ζητάει τη βοήθειά μας. Τί λες Ακαταλαβίτσα μου; Θα καταφέρεις να καταλάβεις τί ζητάει αυτός ο άνθρωπος;
Η Ακαταλαβίτσα καταχάρηκε.
- Ναι Βασίλισσά μου! Είπε με θέρμη. Κι αυτή τη φορά θα βάλω τα δυνατά μου να τα κάνω όλα όπως πρέπει!
Και πριν προλάβει ο κούκος να πει δεύτερο «κου» ―είχε μπει η άνοιξη― η Ακαταλαβίτσα εμφανίστηκε μπροστά στο δυστυχισμένο άνθρωπο που καλούσε τις νεράιδες δίπλα στην ακροποταμιά.
Η Ακαταλαβίτσα στάθηκε μέσα στο νερό απέναντί του, με τη μορφή ενός χρυσόψαρου και είπε:
«Άνθρωπε καλέ,
άνθρωπε χρυσέ,
για πες μου εσύ τί θέλεις
να δω αν το μπορώ
Αν το μπορώ και πρέπει
η ευχή μου θα το φέρει.
Αν όμως είναι για κακό
θα φύγω, θα χαθώ»
Ο άνθρωπος, με ένα τεράστιο χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του και την καρδιά του να χτυπά δυνατά από τη χαρά του που οι νεράιδες άκουσαν τις παρακλήσεις τους, άπλωσε τα χέρια προς τη νεραϊδούλα Ακαταλαβίτσα και είπε:
«Ψαράκι μου χρυσό, Νεράιδα μου καλή!
Εγώ δεν θέλω τίποτα για μένα.
Θέλω όμως τα παιδιά μου να έχουν ό,τι θελήσουν.
Θέλω ακόμα, η γυναίκα μου να μπορεί να καμαρώνει κι εκείνη σαν μεγαλοκυρά με λούσα και στολίδια στο παζάρι, που βλέπει τις άλλες στολισμένες και ζηλεύει και μετά μου θυμώνει.»
Η Ακαταλαβίτσα σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε προσπαθώντας να θυμηθεί αυτά που είχε μάθει κοντά στις δασκάλες της και είπε μέσα της:
«Καλός άνθρωπος μου φαίνεται και αγαπάει τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Θα του δώσω τις ευχές μου!»
Στράφηκε τότε στον άνθρωπο που στεκόταν γονατιστός στην ακροποταμιά απέναντί της και του είπε:
«Θα έχεις ό,τι μου ζήτησες.
Σου εύχομαι να μην έχεις τίποτα.
Εύχομαι τα παιδιά σου να έχουν ό,τι θέλουν.
Και τέλος, εύχομαι η γυναίκα σου να καμαρώνει σαν μεγαλοκυρά με ωραία στολίδια και ακριβά λούσα στο παζάρι.»
Και φεύγει κολυμπώντας στο ποτάμι μέχρι να απομακρυνθεί από τον άνθρωπο.
Σε λίγο πετά ζωηρά για το Νεραϊδοχώρι, χαρούμενη που έκανε με επιτυχία ―όπως νόμιζε― αυτό που έπρεπε να κάνει.
Η χαρά της όμως δεν ήταν να κρατήσει για πολύ.
Μόλις έφτασε στο Νεραϊδοχωριό της, είδε τη βασίλισσα Πεσκετόκανα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το πόδι της να χτυπά νευρικά το χορτάρι. Δίπλα της στέκονταν οι Πρεσβύτερες Νεράιδες του Συμβουλίου και την περίμεναν. Είχαν πάλι εκείνη τη στρυφνή έκφραση στα πρόσωπά τους, που τίποτα καλό δεν προμηνούσε.
Η Ακαταλαβίτσα τις κοίταξε με αμηχανία κι ένα μουδιασμένο χαμόγελο.
- Έδωσα τις ευχές μου στον άνθρωπο, είπε με τρεμουλιαστή φωνή. Έκανα κανένα λάθος πάλι; Ψέλλισε με φωνή που μόλις ακουγόταν, καθώς ένας γνώριμος φόβος μεγάλωνε μέσα της και την κυρίευε.
- Ακαταλαβίτσα! Είπε αυστηρά η βασίλισσα Πεσκετόκανα. Τελικά καλά κάνουμε και σε φωνάζουμε Ακαταλαβίτσα! Δες και μόνη σου τα αποτελέσματα των ευχών που έδωσε στον κακόμοιρο άνθρωπο που ζήτησε τη βοήθειά σου.
Ύψωσε η βασίλισσα το μαγικό ραβδί της και έδειξε στην Ακαταλαβίτσα τον άνθρωπο της ακροποταμιάς. Η Ακαταλαβίτσα είδε τότε με απόγνωση μια σειρά από εικόνες που την έκαναν να θέλει να κρυφτεί από φόβο και ντροπή.
Στην Πρώτη Εικόνα είδε τον άνθρωπο κουρελή και ταλαίπωρο, να σέρνεται στο δρόμο κλαίγοντας απαρηγόρητος γιατί είχε χάσει όσα είχε και δεν είχε. Μετά την ευχή της Ακαταλαβίτσας δεν είχε πια τίποτα.
Στη Δεύτερη Εικόνα είδε τα πέντε παιδιά του να έχουν μεταμορφωθεί σε άθλια και άπληστα παλιόπαιδα που μπορούσαν κάθε στιγμή να έχουν ό,τι θέλουν. Τα παιδιά εκείνα δεν ήταν ευχαριστημένα με τίποτα και συνέχεια ζητούσαν κάτι καινούργιο που δεν τους έκανε καμία εντύπωση ούτε τους έδινε καμιά χαρά.
Στην Τρίτη Εικόνα τέλος, είδε τη γυναίκα του ανθρώπου να κυκλοφορεί στο παζάρι στολισμένη σαν παγόνι. Περπατούσε περήφανη στους δρόμους, με τη μύτη της έναν πήχη ψηλά, καμαρώνοντας για τα πολυτελή ρούχα που φορούσε και τα πανάκριβα κοσμήματά της. Ψωροπερήφανη, ανόητη και ματαιόδοξη όσο δεν παίρνει άλλο.
Τα πέντε παιδιά περιφρονούσαν τον άνθρωπο που πριν λίγο ήταν ο αγαπημένος τους πατέρας.
Το ίδιο και η γυναίκα του. Γιατί τώρα, εκείνος που δεν είχε τίποτα δεν μπορούσε να βρίσκεται μαζί με αυτούς που τα είχαν όλα και να τους ντροπιάζει με το χάλι του!
Η Ακαταλαβίτσα, βλέποντας τα αποτελέσματα των ευχών της, έβαλε τα κλάματα.
Η καλή νεραϊδένια της καρδιά δεν άντεχε να βλέπει το κακό που άθελά της είχε προκαλέσει.
- Βασίλισσα Πεσκετόκανα κι εσείς καλές Πρεσβύτερες Νεράιδες σας ζητώ ταπεινά συγγνώμη.
Πάλι δεν κατάλαβα τί ακριβώς ήθελε αυτός ο άνθρωπος και ποιές ευχές του έπρεπε να ικανοποιήσω... Πώς μπορώ να επανορθώσω το κακό που του έκανα; Τί πρέπει να κάνω;
- Εσύ τίποτα τώρα. Αρκετά έκανες! της είπε αυστηρά μια από τις Πρεσβύτερες Νεράιδες. Για μια ακόμα φορά το θέμα το ενέλαβε η Ε.ΔΙ.Λ.Ε.Α.Κ., η Επιτροπή Διόρθωσης Λανθασμένων Ευχών και Ακύρωσης Καταρών που σε ξελάσπωσε και την προηγούμενη φορά. Ας ελπίσουμε ότι θα καταφέρει να αλλάξει τις ευχές σου χωρίς μεγάλη ζημιά για την οικογένεια αυτή.
Η Ακαταλαβίτσα άκουγε αμίλητη και με σκυμμένο το κεφάλι τα λόγια της Πρεσβύτερης Νεράιδας.
- Τελικά είσαι μια Ακαταλαβίτσα! της είπε τρυφερά και με πειραχτική διάθεση η βασίλισσα Πεσκετόκανα χαϊδεύοντάς της τα φτεράκια. Την αγαπούσε πολύ τη μικρή γκαφατζού νεράιδα. Ίσως γιατί της θύμιζε τα δικά της λάθη όταν ξεκινούσε την καριέρα της στο νεραϊδόκοσμο.
Η Ακαταλαβίτσα σήκωσε τα δακρυσμένα μάτια της στη νονά της και είπε:
- Καλή μου Βασίλισσα κι εσείς Πρεσβύτερες Νεράιδες! Δώστε μου άλλη μια ευκαιρία. Ελπίζω τα παθήματά μου να μου γίνουν μαθήματα και να καταφέρω να βοηθήσω πραγματικά τον επόμενο άνθρωπο που θα ζητήσει τη βοήθειά μου.
Οι Νεράιδες του Συμβουλίου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, χαμογελώντας κρυφά.
Μίλησε τότε η Νεραϊδοβασίλισσα:
- Ακαταλαβίτσα! Πρώτα θα κάνεις κι άλλα μαθήματα Ευχών. Μετά θα δούμε. Μέχρι τότε προσπάθησε να καταλάβεις τί ήταν αυτό που έκανε λάθος στις πρώτες σου προσπάθειες.
Η Ακαταλαβίτσα έφυγε από το Συμβούλιο με μια βαθιά θλίψη στην καρδιά της.
Δεν της έφταναν όμως οι στεναχώριες για τις αποτυχίες της• είχε και τα πειράγματα από τις φιλενάδες της που όποτε την έβλεπαν έλεγαν γελώντας μεταξύ τους:
- Προσοχή! Έρχεται η Ακαταλαβίτσα! Μην τυχόν και της ζητήσετε να σας δώσει την ευχή της! Χαθήκατε!
Ακόμα και τα ξωτικά που τριγυρνούσαν μέσα στο Νεραϊδοχώρι κάνοντας θελήματα και σκανταλιές, την πείραζαν όποτε την έβλεπαν. Είχαν φτιάξει μάλιστα και ένα κοροϊδευτικό τραγούδι και δεν έχαναν ευκαιρία να της το τραγουδούν:
«Η Ακαταλαβίτσα μας
δίνει ευχές καλές!
Ελίτσες της ζητάς,
Σου δίνει κουτσουλιές!»
Μέχρι και οι Νάνοι που δούλευαν στις σπηλιές του Παστελόβουνου και πολύ τις αγαπούσαν τις Νεράιδες, φυλαγόντουσαν από την Ακαταλαβίτσα και για χάρη της μικρής και απερίσκεπτης ―όπως τη θεωρούσαν― νεραϊδούλας είχαν βγάλει κι εκείνοι ένα τραγουδάκι:
«Οι Νάνοι κάθε πρωινό , πριν πάνε για δουλίτσα
μίαν ευχούλα κάνουνε, μικρή σαν πασχαλίτσα:
Στο δρόμο τους να μη βρεθεί η Ακαταλαβίτσα!»
Όλα αυτά πίκραιναν κατάκαρδα την Ακαταλαβίτσα που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση των φίλων της σ’ολόκληρο το Νεραϊδοχώρι.
Από το πολύ διάβασμα και τα εντατικά μαθήματα από τις Πρεσβύτερες Νεράιδες, η Ακαταλαβίτσα δεν είχε πια χρόνο για ανέμελα παιχνίδια στο ποτάμι, τον Στραβοδόντη Κάστορα, ή στη Λαμπροκουρελού, το λιβάδι με τις πολύχρωμε παπαρούνες. Την ώρα που όλες οι φίλες της έπαιζαν ξένοιαστες με τα ξωτικά, βάφοντας λουλούδια, μαθαίνοντας κοτσυφοτράγουδα και αηδονομουσικές, στρίβοντας μουστάκια χρυσομπαρμπουνιών ή χτενίζοντας την ουρά καμιάς αλεπούς και κάνοντας ένα σωρό παρόμοια δημιουργικά και ευχάριστα πράγματα, η κακομοίρα η Ακαταλαβίτσα βρισκόταν βυθισμένη στη μελέτη βαριών και δύσκολων βιβλίων όπως «Η Ανθρώπινη Ματαιοδοξία και Πώς Να την Αντιμετωπίζετε», το «Γιατί τα Παιδιά των Ανθρώπων Δεν Ξέρουν Τί Θέλουν» ή το περίφημο νεραϊδοβιβλίο «Οι Άνθρωποι Γεννιούνται Βλάκες ή τους Κάνουν Βλάκες τα Σχολεία τους;». Εκτός από αυτά τα βιβλία που ενδεικτικά αναφέραμε, έπρεπε να μελετά και πολλά ακόμη στρυφνά και δυσνόητα συγγράμματα με νεραϊδοθεωρίες και νεραϊδομελέτες για τον παράξενο και πολύπλοκο κόσμο των ανθρώπων.
Τα νεραϊδοβιβλία μπορεί να ήταν μεγάλα και δύσκολα, είχαν όμως και μερικά σημαντικά πλεονεκτήματα. Είχαν όμορφες κινούμενες εικόνες που επεξηγούσαν ευχάριστα το κείμενο. Όταν η Ακαταλαβίτσα δυσκολευόταν να καταλάβει κάποιες λέξεις ή έννοιες, το ίδιο το βιβλίο της έδινε την κατάλληλη εξήγηση με τρόπο απλό και κατανοητό. Επίσης τα Σχολικά Νεραϊδοβιβλία ―για όσους δεν το ξέρουν― μαλώνουνε τον μαθητή ή μαθήτρια που προσπαθεί να διαβάσει παρακάτω πηδώντας σελίδες. Κάποια μάλιστα, μπατσίζουν ελαφρά με τις σελίδες τους τον αναγνώστη, επιστρέφοντας μόνα τους στη σωστή σελίδα. Όταν η Ακαταλαβίτσα καμιά φορά, κουρασμένη από την πολλή μελέτη, άφηνε το βιβλίο στην άκρη πριν φτάσει η ώρα για διάλειμμα, το βιβλίο σηκωνόταν όρθιο και χτυπώντας τα χοντρά εξώφυλλά του με δύναμη, της φώναζε με στριγκλιές:
- «Διάβαζε! Διάβαζε! Το διάλειμμα είναι σε δώδεκα λεπτά ακριβώς!»
Έτσι, με σκληρό καθημερινό διάβασμα και επίμονη μελέτη περνούσαν οι μέρες.
Ένα μεσημέρι η βασίλισσα Πεσκετόκανα κάλεσε κοντά της την Ακαταλαβίτσα και της είπε με γλυκειά φωνή και χαμογελαστό ύφος:
- Οι Πρεσβύτερες Νεράιδες μου λένε ότι τα πας πολύ καλά με τα μαθήματά σου Ακαταλαβίτσα. Τί λες; Νιώθεις έτοιμη να βοηθήσεις έναν άνθρωπο; Να σου δώσουμε άλλη μία ευκαιρία;
Η Ακαταλαβίτσα κοίταξε τη βασίλισσα και νονά της με τα μάτια της να λάμπουν από ελπίδα και προσμονή.
- Ναι Βασίλισσσά μου! Θέλω να βοηθήσω έναν άνθρωπο. Θέλω να βοηθήσω όλους τους ανθρώπους! Είναι τόσο αδύναμοι οι κακόμοιροι! είπε ζωηρά η μικρή, φιλότιμη νεράιδα.
- Ωραία! Είπε η βασίλισσα. Μια καλή γυναίκα ζητάει τη βοήθειά μας. Θα την αναλάβεις;
Τα μάτια της Ακαταλαβίτσας έβγαλαν αστραπές από τον ενθουσιασμό της.
- Ναι Βασίλισσα Πεσκετόκανα! Νομίζω ότι μπορώ! Πιστεύω ότι μπορώ!
- Τότε μη χάνεις χρόνο! Πέτα αμέσως! Και πρόσεχε! Σκέψου πολύ καλά πριν δώσεις τις ευχές σου. Σπάνια οι άνθρωποι ξέρουν ακριβώς τί θέλουν. Και τις περισσότερες φορές δεν ξέρουν ούτε πώς να το ζητήσουν αυτό που θέλουν.
Η Ακαταλαβίτσα πετούσε κιόλας και πριν ανοιγοκλείσει τα μάτια της, βρισκόταν κοντά στην ταλαιπωρημένη γυναίκα που είχε ζητήσει τη βοήθεια. Την βρήκε καθισμένη στη ρίζα μια γέρικης βελανιδιάς.
Η γυναίκα εκείνη είχε μόλις τελειώσει το κάλεσμα προς τις νεράιδες. Είδε τότε με χαρούμενη έκπληξη να στέκει μπροστά της μια μικρή αλεπουδίτσα που μιλούσε με ανθρώπινη φωνή, να της λέει:
«Γυναίκα μου καλή,
γυναίκα μου χρυσή,
για πες μου εσύ τί θέλεις
να δω αν το μπορώ
Αν το μπορώ και πρέπει
η ευχή μου θα το φέρει.
Αν όμως είναι για κακό
θα φύγω, θα χαθώ»
Η γυναίκα, μ’ένα τεράστιο χαμόγελο να της φωτίζει το πρόσωπο και με την καρδιά της να χτυπά δυνατά απ’την απρόσμενη χαρά, άπλωσε τα χέρια στη νεραϊδούλα Ακαταλαβίτσα και είπε:
«Αλεπουδίτσα μου χρυσή, Νεράιδα μου καλή!
Άκου τί σου ζητώ και κάνε ό,τι μπορείς:
Έχω δύο κόρες. Η μεγάλη είναι πολύ όμορφη αλλά όχι πολύ έξυπνη.
Η μικρή είναι πολύ έξυπνη αλλά ασκημούλα.
Και οι δυό τους ζηλεύουν πάρα πολύ η μία την άλλη
Για ό,τι λείπει από την καθεμιά τους και τσακώνονται συνέχεια.
Αυτό θέλω να αλλάξει.
Η πεθερά μου επίσης, με ζηλεύει γιατί μαγειρεύω καλύτερα από εκείνην.
Κι αυτό θέλω να αλλάξει.
Ακόμη, κι αυτό είναι το τελευταίο, ο άντρας μου είναι κοντός και άσκημος.
Κι αυτό θέλω να αλλάξει.»
Η Ακαταλαβίτσα την άκουσε προσεκτικά και σκεφτόταν πάρα πολύ πριν αποφασίσει τί να κάνει για την καλή εκείνη γυναίκα. Τα αιτήματά της, της φάνηκαν λογικά και σωστά.
Τελικά αποφάσισε να δώσει στη γυναίκα τρεις ευχές και της είπε:
«Εύχομαι οι κόρες σου από τώρα και στο εξής
να μην έχουν τίποτα να ζηλέψουν η μια από την άλλη.
Εύχομαι η πεθερά σου να μην έχει κανέναν λόγο να σε ζηλεύει.
Εύχομαι τέλος, ο άντρας σου να γίνει όπως τον θέλεις.
Είσαι ευχαριστημένη;»
Ρώτησε η Ακαταλαβίτσα με αλεπουδίσιο χαμόγελο τη γυναίκα που άκουγε προσεκτικά.
- Νά ‘σαι καλά αλεπουδίτσα μου, Νεράιδα μου καλή! Είπε με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση η αγαθή αλλά αρκετά ανόητη γυναίκα.
Η Ακαταλαβίτσα τρέχει τότε με τα αλεπουδοπόδαρά της γρήγορα μακριά από εκεί και σε λίγο φτάνει πετώντας στο Νεραϊδοχώρι των Καλών Ευχών. Νιώθοντας χαρούμενη στη σκέψη ότι επιτέλους κατάφερε να βοηθήσει με σωστές ευχές έναν άνθρωπο.
Περήφανη για το κατόρθωμά της, θέλησε να παρουσιαστεί αμέσως μπροστά στη Νεραϊδοβασίλισσα Πεσκετόκανα και το Συμβούλιο των Πρεσβυτέρων.
Στη μέση ενός σκυθρωπού Συμβουλίου, η Ακαταλαβίτσα είδε με τρόμο να την περιμένει μια ακόμα πιο σκυθρωπή βασίλισσα. Βλέποντας εκείνα τα σκοτεινιασμένα πρόσωπα, η Ακαταλαβίτσα παρέλυσε.
«Φτού! Πάλι πατάτα έκανα!» σκέφτηκε με απόγνωση.
Και μαζεύοντας όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει, ρώτησε έτοιμη να βάλει τα κλάματα:
- Τί έκανα πάλι;
Οι καλές Νεράιδες του Συμβουλίου, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κουνώντας τα κεφάλια τους με θλίψη και συμπόνια.
- Μούσκεμα τα έκανες πάλι Ακαταλαβίτσα μου! είπε με σφιγμένο στόμα η νεραϊδοβασίλισσα. Δες και μόνη σου...
Η Ακαταλαβίτσα είδε τότε τις εικόνες που έφερε μπροστά της το μαγικό ραβδί της νονάς της.
Στην Πρώτη Εικόνα είδε τις δύο κόρες της γυναίκας. Τώρα πια δεν ζήλευαν η μία την άλλη. Και πώς να ζηλέψουν; Αφού είχαν γίνει και άσκημες και βλάκες! Και οι δύο!
Στη Δεύτερη Εικόνα είδε την πεθερά της γυναίκας να την παρηγορεί που δεν μπορούσε να φτιάξει ένα φαΐ της προκοπής. Εννοείται ότι τώρα η πεθερά κάθε άλλο παρά τη ζήλευε τη νύφη της!
Στην Τρίτη Εικόνα είδε τον άντρα της γυναίκας, ψηλό και όμορφο, να τριγυρνάει κορδωτός όλη μέρα στην πόλη κάνοντας παρέα με νέες και όμορφες κοπέλες. Μένοντας όσο περισσότερο μπορούσε μακριά από την ασκημούλα γυναίκα του με τα κακόφαγα που έφτιαχνε και τις δύο άσκημες και χαζές κόρες του.
- Πω-πω! Τί είναι αυτά τα χάλια που βλέπω! Εγώ τα έκανα όλα αυτά; Ρώτησε τρομαγμένη η Ακαταλαβίτσα. Συγγνώμη, αλλά φαίνεται ότι πάλι δεν κατάλαβα τί ακριβώς ήθελε εκείνη η γυναίκα και τί ευχές έπρεπε να της δώσω... Μου φαίνεται ότι δεν θα τα καταφέρω ποτέ να γίνω μια σωστή Νεράιδα! φώναξε φανερά θυμωμένη με τον εαυτό της και πέταξε με οργή το μαγικό ραβδί της κάτω στο χορτάρι.
Όλα τα μέλη του Νεραϊδοσυμβουλίου την παρακολουθούσαν σιωπηλά.
- Όπως καταλαβαίνεις Ακαταλαβίτσα, τώρα τα πράγματα είναι σοβαρά, είπε επίσημα η βασίλισσα Πεσκετόκανα. Η Ε.ΔΙ.Λ.Ε.Α.Κ. ―η Επιτροπή Διόρθωσης Λανθασμένων Ευχών και Ακύρωσης Καταρών, που την έχουμε μάθει καλά τώρα πια― έχει πάλι πολύ δουλειά να κάνει. Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Το πιο σημαντικό και δυσάρεστο για σένα, είναι το ότι δεν μπορείς πλέον να μένεις στο Νεραϊδοχώρι των Καλών Ευχών. Πρέπει να το εγκαταλείψεις αμέσως. Λυπάμαι που σου το λέω, αλλά δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Οι νόμοι μας είναι πολύ αυστηροί και χωρίς εξαιρέσεις. Έχεις αποτύχει τρεις φορές να βοηθήσεις τους ανθρώπους που μας χρειάζονται και πιστεύουν σε μας. Κινδυνεύουμε να γίνουμε αναξιόπιστες. Υπάρχει φόβος να πάψουν οι άνθρωποι να πιστεύουν σε μας. Και αυτό θα σήμαινε την καταστροφή μας. Γιατί αυτό που μας δίνει τη δύναμη να κάνουμε το καλό, είναι η πίστη των ανθρώπων. Χωρίς αυτήν θα καταντήσουμε μικρά και αδύναμα πλάσματα δίχως την ελπίδα να μπορούμε να κάνουμε κάτι για τη Φύση και τους Ανθρώπους.
- Και πού θα πάω; Τί θα απογίνω; ρώτησε με απελπισία η Ακαταλαβίτσα.
- Θα πας στο βουνό Κρυφόσκεπο. Εκεί ζει ένας πολύ γέρος και πολύ σοφός άνθρωπος. Ο Καλογείτονας. Μόνο αυτό μπορεί να σε βοηθήσει. Το έχει κάνει και παλιότερα, είπε η Νεραϊδοβασίλισσα.
- Ένας άνθρωπος: Θα με βοηθήσει εμένα ένας άνθρωπος; Ρώτησε με έκπληξη η Ακαταλαβίτσα.
Η βασίλισσα την κοίταξε με θλιμμένο χαμόγελο.
- Ναι Ακαταλαβίτσα μου. Ένας άνθρωπος και μη σου φαίνεται παράξενο. Όπως σου είπα και πιο πριν, το έχει ξανακάνει παλιότερα και με επιτυχία. Θα πας λοιπόν στο βουνό Κρυφόσκεπο προς την Ανατολή. Θα περάσεις το Παστελόβουνο, μετά το λιβάδι με τα Γαλάζια Χαμομήλια, θα διαβείς το ποτάμι του Φτερωτού Μέρμηγκα και μετά το δάσος με τις Γελαστές Ιτιές θα το δεις μπροστά σου. Κοντά στην κορυφή, από την ανατολική πλαγιά του Κρυφόσκεπου, κοντά στο δασάκι του Αχτένιστου Σκίουρου βρίσκεται η σπηλιά του Καλογείτονα. Αν χαθείς στο δρόμο...
- Δεν θα χαθώ! Κατάλαβα πολύ καλά πού είναι, είπε μουτρωμένη, διακόπτοντας με απότομο τρόπο τη βασίλισσα.
Εκείνη, που ήταν σοφή και καλόκαρδη, δεν θύμωσε με το ύφος και τους τρόπους της Ακαταλαβίτσας και συνέχισε.
- Αν τυχόν ―λέω αν...― χάσεις το δρόμο, ζήτα βοήθεια από τα κοτσύφια. Εκείνα ξέρουν να σε οδηγήσουν στον Καλογείτονα.
Η Ακαταλαβίτσα ένιωσε αμέσως πολύ άσκημα για το φέρσιμό της και κοκκίνισε σαν κατακόκκινη παπαρούνα. Η βασίλισσα της χαμογέλασε και έσκυψε μπροστά της.
- Ακαταλαβίτσα μου γλυκειά, της είπε με τρυφεράδα. Όταν ο Καλογείτονας αποφασίσει ότι μπορείς να ξαναγυρίσεις στο χωριό μας, τότε τα πράγματα θα είναι πολύ καλύτερα για όλους μας. Και πιο πολύ για σένα.
Τα λόγια και το φέρσιμο της βασίλισσας και νεραϊδονονάς της, ζέσταναν την καρδιά της Ακαταλαβίτσας.
Μόλις τελείωσε το Συμβούλιο, η Ακαταλαβίτσα μάζεψε από κάτω το μαγικό ραβδί της, χαιρέτισε τις Νεράιδες και ξεκίνησε να φύγει.
Η βασίλισσα την έπιασε, την αγκάλιασε και της είπε σιγανά στο αυτί:
- Ακαταλαβίτσα μου, να μη στενοχωριέσαι. Να ακούς τον Καλογείτονα και να κάνεις ό,τι σου λέει. Πολύ σύντομα θα ξανασυναντηθούμε και τότε θα έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δύο...
Η Ακαταλαβίτσα δεν πολυκατάλαβε τα λόγια της βασίλισσας. Ένιωσε όμως τέτοια ανακούφιση που αυτό της έφτανε.
Μάζεψε όλα της τα υπάρχοντα σ’ένα μαγικό τσαντάκι στο μέγεθος και τη μορφή μιας πεταλούδας, αγκαλιαστήκανε με τις φίλες της, χαιρέτισε τα ξωτικά και τους νάνους ― ξεχνώντας τα κοροϊδευτικά τραγουδάκια που της είχαν βγάλει― και εκείνοι την αποχαιρέτισαν με συγκίνηση και ευχές πραγματικής φιλίας.
Λυπημένη βαθιά η Ακαταλαβίτσα, πέταξε γρήγορα μακριά από το Νεραϊδοχώρι των Καλών Ευχών. Καθώς πετούσε μακριά από το χωριό της αναρωτιόταν τί να την περίμενε στη μακρινή Ανατολή.
«Γειά σου Λαμπροκουρελού! Γεια σας κι εσάς πολύχρωμες παπαρούνες! Γεια σου Στραβοδόντη Κάστορα! Γεια σας Αγαπόδεντρα! Γεια σου Παστελόβουνο! Πότε άραγε θα σας ξαναδώ;» σκεφτόταν με θλίψη καθώς περνούσε πάνω από τους αγαπημένους της τόπους.
Πλησίαζε το δειλινό όταν η Ακαταλαβίτσα πέρασε πάνω από το ποτάμι του Φτερωτού Μέρμηγκα. Πετούσε τώρα πάνω από το δάσος με τις Γελαστές Ιτιές όταν είδε στον ορίζοντα να υψώνεται μέχρι τον ουρανό το πανύψηλο βουνό, το Κρυφόσκεπο. Το Κρυφόσκεπο χρωστούσε το όνομά του στο μεγάλο του ύψος, γιατί τον περισσότερο καιρό η κορυφή του ήταν κρυμμένη στα σύννεφα.
Η Ακαταλαβίτσα πετούσε πάνω από τη νότια πλευρά του βουνού για να φτάσει στην ανατολικές πλαγιές. Η νύχτα έπεφτε και η Ακαταλαβίτσα ένιωσε ότι θα της ήταν πολύ δύσκολο να βρει τη σπηλιά του σοφού Καλογείτονα μέσα στο σκοτάδι καθώς πήγαινε εκεί ακάλεστη. Αποφάσισε τότε να ζητήσει βοήθεια από τα κοτσύφια. Κατέβηκε στο δάσος, κοντά σε μια ρεματιά και μιλώντας κοτσυφικά είπε το Κάλεσμα των Κοτσυφιών:
«Φίλος σου είμαι κότσυφα
και θέλω μία χάρη.
Να χαίρεσαι το ράμφος σου
Κι όλα σου τα παιδιά.»
Κανείς όμως δεν της απαντούσε. Η Ακαταλαβίτσα ξαναείπε:
«Φίλος σου είμαι κότσυφα
Και θέλω μία χάρη.
Να χαίρεσαι το ράμφος σου
Κι όλα σου τα παιδιά.
Πολλά νερά στο δρόμο σου
Φαγάκι όσο θες!»
Άκουσε τότε μια ψιλή φωνούλα ανάμεσα από τα κλαδιά ενός δέντρου στη ρεματιά:
«Ποιός μας ξυπνά αχάραγα;
Ποιός είσαι και τί θες;»
Η Ακαταλαβίτσα είπε τότε ευγενικά:
«Καλά μου κοτσύφια! Χρυσά μου κοτσύφια!
Είμαι η νεράιδα Ακαταλαβίτσα και ζητώ τη συμβουλή σας.
Έρχομαι από το Νεραϊδοχώρι των Καλών Ευχών
και πηγαίνω στη σπηλιά του Καλογείτονα.
Μπερδεύτηκα όμως στο δρόμο και ζητώ τη βοήθειά σας.»
Τότε η ίδια φωνή ξαναείπε:
«Τί ακριβώς θέλεις;
Βοήθεια ή συμβουλή;»
Η Ακαταλαβίτσα είπε ευγενικά:
«Θέλω να μου πείτε πού είναι η σπηλιά του Καλογείτονα.»
Το κοτσύφι απάντησε:
«Στην ανατολική πλευρά του Κρυφόσκεπου.»
Η Ακαταλαβίτσα άρχισε να νευριάζει.
«Αυτό το ξέρω» είπε με έντονη φωνή,
«Θέλω να μου πείτε πού α κ ρ ι β ώ ς είναι η σπηλιά του σοφού Καλογείτονα!»
Πάλι ακούστηκε το ίδιο κοτσύφι:
«Η σπηλιά του Καλογείτονα βρίσκεται ανατολικά, λίγο νοτιο-ανατολικά στο Κρυφοβούνι,
σε υψόμετρο 2.869 μέτρα και 72 εκατοστά, στη θέση Μελιντζανόβραχος, πάνω από το Δάσος του Αχτένιστου Σκίουρου, κοντά στο
Δασάκι των Πουρναριών Με Την Πιτυρίδα. Δίπλα από την Καθιστή Βελανιδιά και αριστερά
όπως την κοιτάς, βρίσκεται η είσοδος της σπηλιάς ανάμεσα σε δύο σχίνα.
Το μονοπάτι που οδηγεί στη σπηλιά είναι στρωμένο με χαλίκια.
Η Ακαταλαβίτσα τώρα είχε θυμώσει για τα καλά. «Μου σπάει τα νεύρα αυτός ο ανόητος κότσυφας!» σκέφτηκε έτοιμη να μπήξει τις στριγκλιές και να ξυπνήσει όλη τη ρεματιά. Συγκρατήθηκε όμως και προσπάθησε να φανεί πιο ευγενικιά:
«Αγαπημένε μου, γλυκειέ μου κότσυφα! Συγγνώμη που σε κουράζω τέτοιαν ώρα.
Μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις πώς ακριβώς θα πάω από εδώ
μέχρι τη σπηλιά του σοφού Καλογείτονα;»
Το κοτσύφι από το δέντρο ακούστηκε να τσιρίζει θυμωμένα:
«Ά! Για να σου πω νεράϊδα Ακαταλαβίτσα!
Δεν μας φτάνει που μας ξυπνάς μέσα στα μαύρα σκοτάδια και μας ενοχλείς!
Δεν μπορείς τουλάχιστον να μας πεις απ’την αρχή τί ακριβώς ζητάς;
Τόσο δύσκολο είναι να ξέρεις τί θέλεις;»
Τότε μόνο άρχισε επιτέλους να της περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη διαδρομή για τη σπηλιά του Καλογείτονα.
Η Ακαταλαβίτσα χάρηκε πολύ. Αφού ευχαρίστησε θερμά τον κότσυφα, του ευχήθηκε καλό ξημέρωμα, και συνέχισε πιο σίγουρη το πέταγμα για τον προορισμό της.
Σε λίγο, ακολουθώντας τις ιδιαίτερα ακριβείς οδηγίες του κότσυφα, πέρασε το Δάσος του Αχτένιστου Σκίουρου, συνάντησε το Δασάκι Των Πουρναριών Με Την Πιτυρίδα, έφτασε μπροστά στη σπηλιά και είδε την Καθιστή Βελανιδιά που έμοιαζε με μεγάλη γυναίκα που είχε καθίσει να ξεκουραστεί στην άκρη του δρόμου.
Η Ακαταλαβίτσα μπήκε λίγα μέτρα μέσα στη σπηλιά νεραϊδοπατώντας. Κοίταξε γύρω της. Βαθύ σκοτάδι και απόλυτη σιωπή.
«Τί να κάνω τώρα; Να ξυπνήσω τον γέροντα; Ή να περιμένω να ξημερώσει;» σκεφτόταν.
Αποφάσισε να κοιμηθεί σ’ένα κλαδάκι της Καθιστής Βελανιδιάς και με το φως του ήλιου να μπει στη σπηλιά.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έπεσαν πάνω στα χρυσορόδινα φτερά της και η Ακαταλαβίτσα ξύπνησε χαρούμενη και αναζωογοννημένη. Μάζεψε λίγη δροσιά από τα φύλλα της Βελανιδιάς ―αφού την καλημέρισε ευγενικά― και δροσίστηκε.
Έριξε μια ματιά στο άνοιγμα της σπηλιάς και είδε έναν ψηλό ασπρομάλλη γέροντα να κοιτά προς το μέρος της με λαμπερό βλέμμα και ζεστό χαμόγελο.
- Καλημέρα, της είπε. Ποιά είσαι και τί θέλεις; Τη ρώτησε με τη βαθιά, λίγο βραχνή φωνή του.
Η Ακαταλαβίτσα πέταξε αμέσως προς το μέρος του ―δίχως να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα, πουλί ή αλεπού― και είπε στον συμπαθητικό γέροντα:
- Είμαι η νεράιδα Ακαταλαβίτσα και με στέλνει σε σένα ―αν εσύ είσαι ο Καλογείτονας― η Νεραϊδοβασίλισσα Πεσκετόκανα!
Ο γέροντας έβαλε τα γέλια.
- Εγώ είμαι ο Καλογείτονας! Εσύ όμως δεν μου είπες τί θέλεις από μένα.
Η Ακαταλαβίτσα ξαφνιάστηκε. Δεν ήξερε τί να πει.
- Αφού σου λέω ότι με έστειλε η βασίλισσα Πεσκετόκανα! Τί θα πει «τί θέλω»;
Ο Καλογείτονας γελούσε ακόμα πιο δυνατά τώρα.
- Αυτό μου το ξαναείπες νεράιδα Ακαταλαβίτσα. Αυτό που δεν μου είπες, είναι τί θέλεις εσύ! Τί είναι αυτό που ζητάς από μένα;
Η νεραϊδούλα κατάλαβε και ντράπηκε.
- Να με μάθεις να καταλαβαίνω... Να καταλαβαίνω τί ζητούν οι άνθρωποι από μένα και να τους το δίνω, είπε αποφασιστικά και με θάρρος.
- Τώρα μου τα λες καλά! Μήπως όμως θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από σένα; Εσύ ξέρεις τί θέλεις; Κι αυτό που θέλεις, ξέρεις πώς να το ζητάς;
Η Ακαταλαβίτσα θυμήθηκε το διάλογο που είχε με τον κότσυφα το περασμένο βράδυ. Καταλάβαινε τώρα ότι ο κότσυφας είχε δίκιο. Εκείνη έφταιγε που δεν έπαιρνε την απάντηση που ήθελε από τον κότσυφα. Όταν του εξήγησε τί ακριβώς ζητούσε, αμέσως ο κότσυφας ανταποκρίθηκε και τη βοήθησε όσο μπορούσε.
- Λοιπόν, έχεις δίκιο. Πραγματικά, πολλές φορές περιμένω από τους άλλους να καταλάβουν τί ακριβώς θέλω. Και όταν δεν το καταλαβαίνουν, θυμώνω.
Ο γέρο Καλογείτονας κοίταζε την Ακαταλαβίτσα με θαυμασμό.
- Μπράβο Ακαταλαβίτσα! Συγχαρητήρια! Ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο θα έλεγαν με τόσο θάρρος αυτό που μόλις είπες εσύ τώρα. Πολύ λίγοι άνθρωποι, νεράιδες, ξωτικά ή νάνοι καταφέρνουν αυτό που κατάφερες εσύ: Να αναγνωρίζουν και να παραδέχονται τα λάθη τους.
Η Ακαταλαβίτσα χαμήλωσε το κεφάλι.
- Από τη στιγμή που κατάλαβες πώς πρέπει να ζητάς αυτό που πραγματικά θέλεις, τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα και για σένα και για μένα, συνέχισε ο Καλογείτονας. Πες μου τώρα τί έγινε και γιατί σε έδιωξαν από το Νεραϊδοχώρι. Γιατί, για να σε στέλνει σε μένα η Πεσκετόκανα, μάλλον σε διώξανε. Έτσι δεν είναι; Πες μου λοιπόν τί ακριβώς συνέβη...
Η Ακαταλαβίτσα διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια στον γέροντα του Κρυφόβουνου και τις τρεις περιπτώσεις που είχε αντιμετωπίσει. Χωρίς να κρύψει τίποτα του είπε τί είχαν ζητήσει οι άνθρωποι και πώς η ίδια τα είχε θαλασσώσει με τις λανθασμένες ευχές που τους είχε δώσει.
Ο αγαθός γέροντας κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια καθώς άκουγε τις ιστορίες της Ακαταλαβίτσας.
- Τί ανόητοι άνθρωποι! Οι κακόμοιροι. Αλλά, τί να κάνεις... Έτσι είναι όμως τα πράγματα Ακαταλαβίτσα μου. Κατά βάθος οι περισσότεροι άνθρωποι δεν χρειάζονται την ευχή μιας νεράιδας για να καταφέρουν κάτι σημαντικό. Αν πραγματικά ήξεραν τί θέλουν και το ζητούσαν από τον ίδιο τους τον εαυτό με αλήθεια και απλότητα, τότε θα καταφέρνανε να κάνουν θαύματα! Πιστεύουν όμως περισσότερο στην αδυναμία τους παρά στις ικανότητές τους. Και όταν πιστεύεις ότι είσαι αδύναμος, τότε γίνεσαι πραγματικά αδύναμος. Αυτό είναι το σημείο που εσύ, σαν καλή Νεράιδα πρέπει να διορθώσεις. Όχι να κάνεις εσύ για λογαριασμό των ανθρώπων ό,τι μπορούν να κάνουν μόνοι τους. Το μυστικό είναι να βρεις την αδυναμία τους και με την κατάλληλη ευχή να τους βοηθήσεις να την ξεπεράσουν. Να τους δώσεις δύναμη και αυτοπεποίθηση. Είναι δύσκολο, το ξέρω... Ξέρω όμως ότι γίνεται.
Η Ακαταλαβίτσα άκουγε μαγεμένη τον Καλογείτονα.
- Τί θα μπορούσα να κάνω με το παιδάκι και τους φόβους του; ρώτησε με απορία.
Ο καλογείτονας έξυσε σκεφτικός το κεφάλι του.
- Αν σου πω τί θα έκανα εγώ, δεν σε βοηθάω. Δεν θα είμαι συνέχεια δίπλα σου να σε συμβουλεύω. Το θέμα είναι να μπορείς μόνη σου να βρίσκεις κάθε φορά την κατάλληλη ευχή.
Το πρόσωπο της Ακαταλαβίτσας φωτίστηκε.
- Το βρήκα! φώναξε. Αυτό που είπες είναι! Να ξεπερνά κανείς μόνος του τα προβλήματά του. Αυτό είναι το μυστικό. Τώρα που το κατάλαβα αυτό, η ευχή που θα έδινα στο παιδί δεν θα ήταν να έχει μικρούς φόβους. Θα του ευχόμουν όποιους φόβους και να έχει, όσο μεγάλοι κι αν είναι, να μπορεί να τους αντιμετωπίζει μόνος του με θάρρος, ελπίδα και πίστη στις δυνάμεις του!
Η Ακαταλαβίτσα είχε ενθουσιαστεί και κοίταζε στα μάτια τον Καλογείτονα περιμένοντας την αντίδρασή του. Εκείνος της χαμογελούσε γλυκά σαν να ήταν ο παππούς της.
- Ναι! Ναι Ακαταλαβίτσα μου. Αυτό είναι. Όλα τα πλάσματα στον κόσμο μας μπορούν να αντιμετωπίσουν κάθε κίνδυνο και κάθε φόβο. Αρκεί να πιστεύουν στις δυνάμεις τους.
Και χαμογελώντας ακόμα, συμπλήρωσε:
- Και να έχουν αρκετή αγάπη γύρω τους...
- Δηλαδή; ρώτησε η Ακαταλαβίτσα.
- Αν δεν έχεις αγάπη μέσα σου και γύρω σου, τότε είσαι πραγματικά αδύναμος.
Η Ακαταλαβίτσα έσκυψε το κεφάλι. Μεγάλη αλήθεια φανέρωναν τα λόγια του Καλογείτονα.
Γιατί και η ίδια όταν άκουγε τις κοροϊδίες των φίλων της και τα κοροϊδευτικά τους τραγούδια έχανε κάθε κουράγιο και δύναμη πιστεύοντας ότι δεν την αγαπούν. Αρκούσε όμως ένα τρυφερό βλέμμα αγάπης από τη Βασίλισσα Πεσκετόκανα ή μια γλυκειά και ενθαρρυντική κουβέντα από τις δασκάλες της για να αποκτήσει ξανά αυτοπεποίθηση και νέες δυνάμεις.
Ο καιρός περνούσε και η Ακαταλαβίτσα, ζώντας μαζί με τον Καλογείτονα, καταλάβαινε όλο και περισσότερο τη σκέψη, τις επιθυμίες, τις φιλοδοξίες, τη ματαιοδοξία και τους φόβους των ανθρώπων. Μάθαινε και για τον εαυτό της πράγματα πρωτόγνωρα. Θύμωνε πολύ πιο δύσκολα τώρα. Μέρα με την ημέρα μάθαινε να αγαπά περισσότερο τον κόσμο, τους ανθρώπους και τον εαυτό της.
Η σκέψη της γινόταν πιο γρήγορη και πιο λαμπερή.
Είχε περάσει κιόλας ένας ολόκληρος χρόνος από την ημέρα που πρωτοσυνάντησε τον Καλογείτονα. Είχαν γίνει πολύ καλοί φίλοι οι δυό τους.
Ένα πρωινό, ο σοφός γέροντας είπε στη νεραϊδούλα:
- Ακαταλαβίτσα μου καλή, πέρασε πάνω από ένας χρόνος που είμαστε μαζί. Ό,τι ήταν να σου διδάξω σου το δίδαξα. Ήρθε η ώρα να γυρίσεις πίσω στο Νεραϊδοχώρι και είμαι σίγουρος ότι θα ξαναγίνεις πολύ σύντομα η Καλή και Σοφή Νεράϊδα Πετογελούσα.
Η Ακαταλαβίτσα χαμογέλασε. Θυμήθηκε τα λόγια του μεγάλου φίλου της όταν του είχε πει την ιστορία για την αλλαγή του ονόματός της μετά την πρώτη της αποτυχία. Χάρηκε με τη σκέψη ότι θα γύριζε στο Νεραϊδοχώρι των Καλών Ευχών και στους φίλους της που είχε επιθυμήσει. Λυπήθηκε όμως που θα έχανε τη συντροφιά ενός τόσο αγαπημένου και τόσο σοφού Φίλου.
Ο Καλογείτονας, σαν να κατάλαβε τη σκέψη της, τη χάιδεψε στο κεφάλι και της είπε:
- Καλή μου νεραϊδούλα. Όποτε θέλεις, θα πετάγεσαι να με βλέπεις. Εσύ άλλωστε, είσαι μια Πετογελούσα! Ενώ για μένα, το ταξίδι μέχρι το μακρινό Νεραϊδοχωριό σου είναι αδιανόητο.
Ήρθε η ώρα του αποχωρισμού.
Ο σοφός και η νεράιδα αποχωρίστηκαν απλά και σύντομα χωρίς πολλά-πολλά λόγια.
- Καλήν αντάμωση Καλογείτονα, ακριβέ και σοφέ μου Δάσκαλε, είπε η Ακαταλαβίτσα.
- Καλήν αντάμωση Ακαταλαβίτσα, μικρή, καλή και σοφή μου Φίλη, είπε ο Καλογείτονας. Να δώσεις τους πιο θερμούς μου χαιρετισμούς και την αγάπη μου στη βασίλισσα Πεσκετόκανα!
Τα τελευταία αυτά λόγια, ο Καλογείτονας τα είπε με ξεχωριστή συγκίνηση.
- Γνωριζόσαστε καλά με τη βασίλισσα; ρώτησε διακριτικά η Ακαταλαβίτσα.
Ο Καλογείτων χαμογέλασε.
- Θα σου πει η ίδια, είπε αινιγματικά και μπήκε στη σπηλιά του.
Ήταν νωρίς το πρωί.
Η Ακαταλαβίτσα πέρασε γρήγορα πετώντας το Δασάκι των Πουρναριών Με Την Πιτυρίδα και το Δάσος του Αχτένιστου Σκίουρου. Πήρε τη νότια πλευρά του Κρυφόσκεπου ταξιδεύοντας δυτικά. Πέρασε το δάσος με τις Γελαστές Ιτιές και το ποτάμι του Φτερωτού Μέρμηγκα. Μπροστά της φάνηκε το λιβάδι με τα Γαλάζια Χαμομήλια και στο βάθος το Παστελόβουνο. Η νοσταλγία για το αγαπημένο της Νεραϊδοχώρι την έκανε να πετά όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Σε λίγο η Ακαταλαβίτσα παρουσιαζόταν συγκινημένη μπροστά στη βασίλισσα Πεσκετόκανα και το Συμβούλιο του Νεραϊδοχωριού της.
Η βασίλισσα την αγκάλιασε και τη φίλησε με αγάπη.
- Καλώς μας όρισες νεράιδα Ακαταλαβίτσα! είπαν όλες μαζί οι Νεράιδες του Συμβουλίου με μια φωνή.
- Καλώς όρισες καλή μου! είπε και η βασίλισσα.
Η Ακαταλαβίτσα δάκρυσε.
Σε λίγο, όταν είχαν μείνει μόνες, η Ακαταλαβίτσα μετέφερε στη βασίλισσα τους θερμούς χαιρετισμούς του σοφού Καλογείτονα.
- Έδειξε να σε ξέρει και να σε αγαπάει πολύ Βασίλισσά μου, είπε με ερωτηματικό ύφος η Ακαταλαβίτσα.
Η Πεσκετόκανα κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας σκεφτική. Κι αμέσως άλλαξε θέμα ρωτώντας την Ακαταλαβίτσα πώς πέρασε έναν ολόκληρο χρόνο στη σπηλιά του Καλογείτονα.
- Για να δούμε τώρα τί έμαθες ένα χρόνο μακριά μας, είπε με ζωηρή φωνή η Βασίλισσα μετά από τη σύντομη αφήγηση της Ακαταλαβίτσας για το χρόνο που πέρασε.
Η Ακαταλαβίτσα ένιωσε τρακ.
«Τώρα θα μου αναθέσει μια αποστολή» σκέφτηκε.
Η βασίλισσα που είχε διαβάσει τη σκέψη της, είπε:
- Σωστά κατάλαβες καλή μου. Ένας ψαράς βρίσκεται στην ακροθαλασσιά και ζητάει τη βοήθειά μας. Θα πας να τον βοηθήσεις;
- Θα πάω! Είπε αποφασιστικά η Ακαταλαβίτσα.
Κι αμέσως, με τη μορφή ενός κατάλευκου γλάρου, βρέθηκε στο πλάι ενός γκριζομάλλη ψαρά.
Ο γλάρος είπε στον ψαρά:
«Άνθρωπε καλέ,
άνθρωπε χρυσέ,
για πες μου εσύ τί θέλεις
να δω αν το μπορώ
Αν το μπορώ και πρέπει
η ευχή μου θα το φέρει.
Αν όμως είναι για κακό
θα φύγω, θα χαθώ!»
Ο άνθρωπος, με ένα τεράστιο χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του και την καρδιά του να χτυπά δυνατά από τη χαρά του, που οι νεράιδες άκουσαν τις παρακλήσεις τους, άπλωσε τα χέρια προς τη νεραϊδούλα Ακαταλαβίτσα και είπε:
«Γλάρε μου χρυσέ, Νεράιδα μου καλή!
Η γυναίκα μου με βρίζει: Ακαμάτη με ανεβάζει
Ανεπρόκοπο με κατεβάζει!
Τίποτα δεν της αρέσει και δείχνει να μη με αγαπάει!
Κάνε κάτι να αλλάξει όλο αυτό!»
Ο γλάρος τότε ρώτησε τον άνθρωπο:
«Την αγαπάς τη γυναίκα σου;»
και ο άνθρωπος απάντησε:
«Έτσι όπως είναι σήμερα, όχι και πολύ... Αλλά την αγαπάω...»
Ο γλάρος τον ρώτησε:
«Όταν παντρευτήκατε ήταν διαφορετική;»
και ο άνθρωπος είπε:
«Όχι και πολύ διαφορετική. Είμασταν όμως νέοι, ερωτευμένοι και...»
Ο γλάρος ξαναρώτησε:
«Ψαρεύεις κάθε μέρα;»
Ο άνθρωπος δίστασε για λίγο:
«Έ, σχεδόν... Όταν έχει κακοκαιρία δεν ψαρεύω. Είναι και μερικές μέρες
που προτιμάω να μείνω στο σπίτι και να χουζουρεύω στο κρεβάτι μου...»
Τότε ο γλάρος, δηλαδή η Ακαταλαβίτσα, είπε με αυστηρό ύφος στον ψαρά:
«Αν θέλεις να αλλάξει όλο αυτό που λες, φρόντισε να αλλάξετε και εσύ και η γυναίκα σου!
Εσύ φρόντισε να δουλεύεις περισσότερο και να τεμπελιάζεις λιγότερο.
Σήμερα θα πιάσεις πολλά ψάρια. Πήγαινε στο παζάρι και πούλα τα.
Μετά μάζεψε πολλά όμορφα λουλούδια απ’το λιβάδι και μόλις πας στο σπίτι σου
χάρισέ τα στη γυναίκα σου μαζί με όλα τα λεφτά από τα ψάρια.
Αγκάλιασέ την και φίλησέ την.
Να την αγαπάς τη γυναίκα σου!
Να της το δείχνεις και να της το λες όσο πιο συχνά μπορείς!
Θα δεις ότι αν κάνεις ό,τι σου λέω, όλα θα πάνε πολύ καλύτερα.
Γιατί σου το εύχομαι ολόψυχα!
Και να μην με ξανακαλέσεις αν δεν κάνεις ό,τι σου λέω.
Με τα λόγια αυτά, άφησε σύξυλο τον ψαρά και πέταξε μακριά.
Όταν γύρισε στο Νεραϊδοχώρι των Καλών Ευχών, η Ακαταλαβίτσα ήξερε ότι είχε κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει.
Σίγουρη για τον εαυτό της, παρουσιάστηκε μπροστά στο Συμβούλιο και κοίταξε κατάματα με θάρρος τη βασίλισσα Πεσκετόκανα.
Η Νεραϊδοβασίλισσα πλησίασε την Ακαταλαβίτσα και την αγκάλιασε. Την ίδια στιγμή όλο το Συμούλιο είχε σηκωθεί όρθιο και χειροκροτούσε τη μικρή νεράιδα.
- Τώρα, πραγματικά σε καλωσορίζω στο Νεραϊδοχωριό των Καλών Ευχών, αγαπημένη μου Νεράιδα Πετογελούσα! είπε συγκινημένη η βασίλισσα στην Ακαταλαβίτσα που πια δεν ήταν Ακαταλαβίτσα αλλά μια δακρυσμένη και περήφανη Σοφή Νεράιδα Πετογελούσα.
Μετά τα συγχαρητήρια και τα χειροκροτήματα, η βασίλισσα είπε με σιγανή φωνή στην Πετογελούσα:
- Ο Καλογείτονας ήταν και δικός μου δάσκαλος. Όταν με είχαν διώξει κάποτε και μένα από το χωριό μας... Όπως και σένα.
Η Πετογελούσα κοίταζε με γουρλωμένα μάτια τη βασίλισσα Πεσκετόκανα που είχε σκάσει στα γέλια.
Η Πετογελούσα αποδείχτηκε με τα χρόνια μια σοφή, καλόκαρδη και ανοιχτόμυαλη Νεράιδα που άφησε εποχή με τις καταπληκτικές ευχές και τις πολύτιμες συμβουλές που έδινε.
Και μετά από πολλά-πολλά χρόνια έγινε και Νεραϊδοβασίλισσα. Αυτό όμως είναι ένα άλλο παραμύθι.
Πάντως όλοι, Νεράιδες, σοφοί γέροντες, άνθρωποι, ξωτικά, νάνοι, ζώα, πουλιά και ψάρια έζησαν καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα.
ΤΕΛΟΣ

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Άγγελος και η Νεράιδα




Μια φορά και έναν καιρό μια μικρή νεράιδα αποφάσισε να αλλάξει την οπτική της για τον κόσμο. Ο σκοπός της ζωής της ήταν πια να ανακαλύψει τι σημαίνει πραγματικά να ζεις.

Ξεκίνησε λοιπόν ένα ταξίδι μακρινό και πολλά υποσχόμενο, προχωρώντας σε δρόμους επικίνδυνους. Μα δεν την ένοιαζε ήταν αποφασισμένη να τα καταφέρει. Πέρασε από βουνά και μίλησε με δέντρα, σταμάτησε σε πεδιάδες και συνομίλησε με ρυάκια, λουλούδια, μέλισσες , διέσχισε θάλασσες και ρώτησε τα ψάρια όμως κανείς δεν της έδινε μια απάντηση που να την κάλυπτε.

Στα αλήθεια δεν ξέρω αν ήταν το θέμα ότι οι απαντήσεις δεν την κάλυπταν ή ότι απογοητευόταν σιγά – σιγά γιατί δεν έβρισκε αυτό που ζητούσε. Όπως και να έχει κάθε φορά που έσκυβε το κεφάλι σε μια απάντηση, έλεγε ξανά μέσα της την ερώτηση, σήκωνε το κεφάλι και προχώραγε γιατί δεν θα την σταμάταγε τίποτα από το να μάθει στα αλήθεια τι σημαίνει να ζεις.

Η Νεράιδα με τον καιρό μεγάλωνε. Άλλαζε εξωτερικά και εσωτερικά μα πάντα ένα πράγμα ήταν ίδιο. Η ανάγκη της να μάθει το νόημα της ζωής. Το θέμα είναι ότι αυτό το ταξίδι το έκανε μόνη της. Ήθελε αυτή την μάχη να την δώσει και να την κερδίσει μόνη. Κι όσο να ‘ναι υπήρξαν στιγμές που ήθελε κάποιος να καταλάβει αυτό που ένιωθε και να σταθεί δίπλα της σε αυτό το δρόμο που διάλεξε να πάρει. Πόσες φορές όμως αποκτάς εύκολα αυτό που θες; Συγκεντρώθηκε λοιπόν στον σκοπό της.

Μια μέρα ο φύλακας άγγελος της που την κοιτούσε όλη την ώρα από εκεί ψηλά και παρατηρούσε κάθε της κίνηση, άκουσε πόσο θλιμμένα τραγουδούσε και κατέβηκε στην Γη, δεν άντεξε άλλο να την παρακολουθεί μη κάνοντας τίποτα. «Γεια σου, γιατί τραγουδάς τόσο θλιμμένα μικρή Νεράιδα;» την ρώτησε . Εκείνη δεν αποκρίθηκε, κοίταξε τον άγγελο με ένα βλέμμα που ουσιαστικά του έλεγε «Δεν θα καταλάβεις φύγε».

Ο Άγγελος έκατσε δίπλα της για πολύ ώρα χωρίς να της μιλά. Κοίταζαν και οι δυο μπροστά, τον ορίζοντα που ανοίγονταν μπροστά τους. Η Νεράιδα αναρωτιόταν αν εκεί, τόσο μακριά μπορεί επιτέλους να βρει αυτό που ζητάει και ο άγγελος προσπαθούσε να σκεφτεί τι να της πει. « Ξέρεις…» της είπε ο άγγελος με στόμφο, «η σιωπή ενθαρρύνει τις σκέψεις όμως δεν δίνει λύσεις». Αυτό ήταν, η Νεράιδα δεν είχε διάθεση να μιλήσει σε κάποιον που δεν ήξερε οπότε σηκώθηκε και άρχισε να περπατά.

«Περίεργο, μια Νεράιδα να περπατά και να μην πετά. Το επόμενο βήμα ποιο θα είναι ένα φίδι να περπατά και να μην σέρνεται ;» είπε ο άγγελος πολύ ειρωνικά. «Άτοπο το επιχείρημα σου» αποκρίθηκε εκείνη, «εκτός από φτερά έχω και πόδια. Αυτό που δεν έχω είναι διάθεση να μιλήσω μαζί σου. Πρέπει να συνεχίσω το ταξίδι μου. Καλή σου τύχη.»

Ο Άγγελος την ακολούθησε ήταν αποφασισμένος να μην την αφήσει μόνη. Σε κάθε στάση της μιλούσε και προσπαθούσε να την κάνει να καταλάβει. Εκείνη όμως ήταν πολύ πληγωμένη για να δεχτεί πράγματα που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Ήθελε ξεκάθαρες καταστάσεις πλέον και ήταν προετοιμασμένη να μην συμβιβαστεί όποιο κόστος και αν έπαιρνε με αυτή της η απόφαση.

Αποφάσισε πως ήθελε να συνεχίσει μόνη το ταξίδι της δεν είχε ανάγκη της υποδείξεις κανενός, ήθελε να ανακαλύψει η ίδια τα μυστικά της ύπαρξης της. Έτσι έδιωξε τον άγγελο λέγοντας του «θέλω να φύγεις, θα συνεχίσω μόνη μου. Εμένα μου αρέσει η μοναξιά, είναι για δυνατούς. Και είναι όμορφη γι αυτούς που την αντέχουν» και συνέχισε να περπατά σε αυτούς τους δρόμους που την τρόμαζαν μα έπρεπε να ακολουθήσει για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα της.

Έτσι και έγινε ο άγγελος ανέβηκε ξανά στον παράδεισο του φοβούμενος για το τι θα γίνει η μικρή νεράιδα. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Αποφάσισε αυτή και για τους δύο.

Ένα βράδυ εκείνη κοίταζε το Φεγγάρι και του ζητούσε με παράπονο να της πει τι είναι στα αλήθεια η ζωή. Γιατί δεν άντεχε άλλο να βαδίζει στο σκοτάδι αναζητώντας κάτι που δεν ήξερε πως μοιάζει. Κουράστηκε του φώναζε δυνατά και δεν άντεχε αλήθεια, δεν άντεχε άλλο. Κοίταζε τα φτερά της που δεν ήταν πλέον όμορφα και χρωματιστά. Ήταν ξεφτισμένα και τρύπια και δεν άντεχε να τα βλέπει έτσι. Της θύμιζαν τα όνειρα της. Της θύμιζαν πολλά που ήθελε να ξεχάσει.

Βασικά δεν άντεχε άλλο να υπάρχει μόνη της σε έναν κόσμο που δεν ήξερε κανείς τι σημαίνει ζωή. Ήθελε να φωνάξει να τους πει « Ε, εσύ ξέρεις τι σημαίνει ζωή; Κι αν όχι γιατί δεν ρώτησες ποτέ να μάθεις;». Δεν καταλάβαινε , όχι όσο κι αν προσπαθούσε δεν καταλάβαινε τι είχαν οι άλλοι που τους αρκούσε. Έτσι λοιπόν θυμήθηκε πως είχε έναν φίλο εκεί ψηλά και έτσι δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη να ανεχτεί αυτήν την άγνοια του κόσμου. Έκοψε τα φτερά της και έπεσε για ύπνο…

Όταν άνοιξε τα μάτια της ξανά, ήταν σε ένα κρεβάτι. Σηκώθηκε και κοίταξε από το παράθυρο για να καταλάβει που βρίσκεται. Όλα ήταν όμορφα και γαλήνια, μα ακόμα και το πιο ωραίο δάσος που είχε δει δεν συγκρίνονταν με αυτή την ομορφιά. Σε μια γωνιά ο φύλακας άγγελος της την κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει τα συναισθήματα του. Ένιωθε ανακούφιση που πλέον εκείνη δεν θα υπέφερε ή ένιωθε απογοήτευση που δεν κατάφερε να την βοηθήσει; Τελικά της έκανε απλά μια ερώτηση. «Νόμιζα πως σου αρέσει η μοναξιά τι κάνεις εδώ;». «Σου είπα πως η μοναξιά είναι για τους δυνατούς, για εκείνους που μπορούν να την αντέξουν. Δεν άντεξα άλλο» αυτά είπε η Νεράιδα και έσκυψε το κεφάλι νιώθοντας ντροπή.

«Τώρα θα είσαι καλά» της είπε ο άγγελος και τα λόγια του την γέμισαν με ηρεμία, ένιωσε την παρηγοριά που δεν ζήτησε όμως είχε τόσο ανάγκη. «Ξέρεις είναι ειρωνικό» του είπε εκείνη με το βλέμμα κολλημένο συνέχεια έξω από το παράθυρο και έχοντας ένα μειδίαμα στα χείλη. «Είναι ειρωνικό που ενώ έμαθα τι είναι ο θάνατος ποτέ δεν κατάλαβα ουσιαστικά τι είναι η ζωή. Κατάλαβα μόνο πως το να υπάρχεις δεν είναι αρκετό». «Κι αν είχες μια δεύτερη ευκαιρία» της είπε ο άγγελος, «τότε τι θα έκανες; Θα αγαπούσες την ζωή;». « Θα αγαπούσα την ανάγκη μου για ζωή» είπε η Νεράιδα χαμογελώντας.

Το επόμενο πρωί η μέρα είχε ξημερώσει με έναν υπέροχο λαμπερό ήλιο να φωτίζει τα πάντα. Σαν να φωνάζε η ζωή «ξυπνήστε, μοιράζονται ευκαιρίες». Η Νεράιδα ξύπνησε και καμάρωσε τα υπέροχα, λαμπερά, πολύχρωμα φτερά της. Ήταν έκπληκτη μα δεν κάθισε να σκεφτεί τι συνέβη. Όλα ήταν ένα κακό όνειρο σκέφτηκε. Χαμογέλασε. Στηρίχθηκε στα χέρια της και σηκώθηκε. Ξεκίνησε να προχωρά, ήρθε η ώρα να ζήσει…

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

"Ένα δέντρο μια φορά"


Το "Ένα δέντρο μια φορά" είναι μια εκπληκτική ιστορία για όλη την οικογένεια που στέλνει στα παιδιά οικολογικά μηνύματα με τον πιο ευχάριστο τρόπο. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ τον Ιούλιο του 2007 (μετὰ τις μεγάλες πυρκαϊές σε Πάρθνηθα και Υμηττό).

Το παραμύθι εκτυλίσσεται ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, όταν στο ζοφερό πεζοδρόμιο μιας πόλης, συναντιούνται ένα παραμελημένο δέντρο και ένα φτωχό αγόρι. Κανείς δεν το πρόσεχε το δέντρο. Κανεὶς δὲν το φρόντιζε. Κανεὶς δεν του έδινε την παραμικρὴ σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει απὸ καιρὸ κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.

Ποτὲ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτὲ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε που και που κάποια πονετικὴ ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφὰ ανάμεσα στις μουντὲς και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.

Οι περαστικοὶ διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροὶ και βιαστικοί, χωρὶς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοὶ μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια απὸ κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω απὸ τη ρίζα του.

Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε απὸ κάτι μηχανικοὺς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστὰ μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θὰ πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τί τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;

Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινὸ το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο απὸ ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα απὸ τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπὰ παιδιὰ τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινὲς γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρὴ ενὸς σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειὲς του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενὸς κρύου πλυσταριού στην αυλὴ ενὸς εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανεὶς δεν το πρόσεχε. Κανεὶς δεν το φρόντιζε. Κανεὶς δεν του έδινε την παραμικρὴ σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη.

Ποτὲ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιὰ μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρὴ ενὸς αληθινού σπιτιού.

Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο απὸ ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετὰ τις γιορτὲς θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριὸ και δεν θα ῾χε πού να μείνει.

Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ᾿ τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερὰ σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστὰ αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερὰ και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα ῾θελε να στόλιζε κι αυτὸ ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικὲς ολόγυρά του...

Πώς το ῾φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμὴ το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...Εκείνο το δειλινὸ το παιδὶ γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικὰ όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι απὸ μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Άγιο-Βασίληδες με μύτες απὸ κερασάκια και μία παραμυθένια πριγκίπισσα απὸ πορσελάνη να κοιτάζει απὸ το αψιδωτὸ παράθυρο ενὸς φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολὲς καβάλα σε άλογα πιτσιλωτὰ να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρὰ και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μία χιονισμένη στέπα.

Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ᾿ έναν περαστικὸ με καμηλὸ παλτὸ και γκρενὰ κασκὸλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε απὸ τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κει. Το παιδὶ έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μία σκοτοδίνη. Ο περαστικός του ῾βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.

Το αλητάκι σηκώθηκε, το ῾βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μία υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενὰ και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, απὸ τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινὰ σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.

- Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.

Ήταν το δέντρο του δρόμου.

- Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρὶς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρὶς να το σπρώχνει, χωρὶς να το κατσαδιάζει, χωρὶς να το αποπαίρνει.

- Στόλισέ με! - ψιθύρισε το δέντρο - Στόλισέ με και εμένα έτσι!

- Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.

- Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να ῾ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.

- Γιατί το λες αυτό;

- Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμὸς με περιμένει, ένα απὸ τα δυο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.

Το παιδὶ σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα ῾χε ούτε ῾κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;

- Στόλισέ με! Παρακάλεσε άλλη μια φορὰ το δέντρο. Το παιδὶ κοίταξε ολόγυρά του.

- Με τί; Απόρησε.

- Ό,τι να ῾ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.

- Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...

Συμφώνησε το παιδὶ κι άρχισε να ψάχνει.

Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλὸ σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιὰ του παραμελημένου δέντρου.

Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει απὸ το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστὰ χρυσόχαρτα απὸ τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μία μετὰ τὴν άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερὲς πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετὰ ξήλωσε τα κουμπιὰ του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστὲς κρέμασε τις φανταχτερὲς μπαλίτσες στὰ χιονοσκέπαστα κλωνιὰ του δέντρου.

- Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ᾿ τη χαρά του.

- Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.

Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρὰ τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ᾿ το παράθυρο μιας κουζίνας μία λεκάνη με σαπουνάδα σε μία πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο απὸ σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιὰ του δέντρου.

- Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.

- Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτὸ γιατὶ έκανε πολύ, πάρα πολὺ κρύο...

- Κοίτα! Έρχονται!

Ένα φωτεινὸ σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.

- Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.

Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιὰ του δέντρου.

Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανὸ και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μία φαντασμαγορικὴ χρυσαφένια τροχιὰ και ακούμπησε απαλὰ στην κορφὴ του δέντρου.

Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιὰ και το πεφταστέρι ν᾿ ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.

- M᾿ έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδὶ - Σ᾿ ευχαριστώ πολύ. Σ᾿ ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα ῾θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγὼ ένα δώρο...

- Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδὶ χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...

- Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.

- Και να δεις... Θα κάνω εγὼ μία ευχὴ για σένα.

Το παιδὶ σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμὶ του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.

Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει απὸ τις ριπὲς του χιονιού, όταν ξαφνικὰ - τί παράξενο - άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.

Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Απὸ το βάθος του δρόμου, θαμπὰ στην αρχή, αλλὰ όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνὴ κυματιστὴ γενειάδα. Πίσω απὸ την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρὲς στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...

Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτὴ η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!

Η τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξὰς χαμογέλασε, απὸ το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.

- Τι όμορφο δέντρο! - Χαμογέλασε - Ποιος να το στόλισε άραγε;

- Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.

- Αλήθεια;

- Ναι.

- Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιᾶ, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.

- Δεν πάω πουθενὰ χωρὶς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.

Η πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολὴ και οι στρατιώτες του βασιλιὰ έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζὶ με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μία πορσελάνινη γλάστρα, μετὰ το φόρτωσαν στην τρόικα.

Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδὶ να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.

Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μία απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα απὸ τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοὶ οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτὲς πύλες του οπάλινου παλατιού!

Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.

Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνὸ το σιωπηλὸ χορό του έσβησε σχεδὸν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..

Λένε οι παλιοὶ ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.

Διηγούνται επίσης οι παλιοὶ ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωὶ βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδὶ σκεπασμένο απὸ το χιόνι, τυλιγμένο σ᾿ ένα τριμμένο παλτὸ χωρὶς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Λένε ακόμα ότι απὸ τότε κάθε παραμονὴ Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανεὶς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει απὸ που, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμὴ ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανὸ μία φαντασμαγορικὴ τροχιὰ και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.

Έτσι λένε...

Ποιος ξέρει;

Του Ευγένιου Τριβιζά

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Oι νεράιδες που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο...




Υπάρχει ένας τόπος παράξενος μαγικός, που η ζωή μπλέκει με το παραμύθι, τ’ όνειρο γίνεται αληθινό και η φαντασία δημιουργεί όμορφα παιχνίδια. Σ’ αυτό το μαγευτικό μέρος ζούσαν εφτά γλυκές νεράιδες. Δεν κατοικούσαν πάντα εκεί, αλλά έμεναν στη γη ανάμεσα στους ανθρώπους και τους βοηθούσαν να ζουν ευτυχισμένοι, χαρούμενοι, φιλιωμένοι σ’ ένα κόσμο ειρηνικό, γεμάτο καλοσύνη. Μαζί τους ήταν άλλες τρεις νεράιδες κι όλες μαζί αγαπημένες γεμάτες αισιοδοξία πίστευαν ότι τα’ όνειρο θα γίνει πραγματικότητα. Όμως όσο περνούσε ο καιρός έβλεπαν ότι οι άνθρωποι αδιαφορούσαν γι’ αυτές και συχνά τις λησμονούσαν.

Έτσι λοιπόν απογοητευμένες αποφάσισαν να φύγουν ξεκινώντας ένα ταξίδι μακρινό. Δεν έφυγαν όλες. Έμειναν πίσω οι τρεις νομίζοντας ότι μπορούν ν’ αλλάξουν τους ανθρώπους, ότι μπορούν να νικήσουν το μίσος, το συμφέρον, τη φιλοδοξία και την αδικία. Έτσι χώρισαν οι νεράιδες και οι εφτά έφτασαν σ’ αυτό τον πανέμορφο τόπο. Μόλις τον αντίκρισαν ενθουσιάστηκαν. Ήταν γεμάτος λουλούδια πολύχρωμα, παιδικές χαρές, γαλάζιες λιμνούλες και σε μια άκρη πρόβαλε ένα τεράστιο σοκολατόδεντρο. Οι νεράιδες από κείνη την μέρα δεν έφυγαν ποτέ μακριά ελπίζοντας ότι κάποτε θα ανακαλύψουν τα παιδιά της γης το δρόμο που οδηγεί σ’ αυτή τη μαγική πολιτεία κι όλοι μαζί συντροφιά θα περνούν όμορφες ώρες χαράς και παιχνιδιού. Όμως αυτή η ώρα δεν ερχόταν κι όπως είχαν επιθυμήσει τις τρεις αδελφές τους πήραν την απόφαση να επιστρέψουν πίσω. Ξεκίνησαν έχοντας την κρυφή ελπίδα ότι κάτι έχει αλλάξει προς το καλύτερο, ότι κάτι θα έχουν καταφέρει οι αδελφές τους.

Μόλις έφτασαν στη γη είδαν τον ήλιο να έχει εξαφανιστεί σε πολλούς τόπους και ένα γκρίζο σύννεφο να τους σκεπάζει. Αλλού αντίκρισαν παιδικά μάτια, λυπημένα, γεμάτα απογοήτευση ενώ γύρω αντηχούσαν όπλα. Όταν συνάντησαν μερικά παιδιά τα ρώτησαν τι συμβαίνει.

- Πόλεμος, απάντησε ένα μικροκαμωμένο παιδάκι.

- Βλέπετε οι μεγάλοι αδιαφορούν, κοιτάζουν μόνο το συμφέρον τους και ορίστε τα αποτελέσματα. Φόβος, καταστροφή, θάνατος, συμπλήρωσε ένα άλλο.

- Κι εσείς τι κάνετε; ρώτησε μια νεράιδα.

- Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε, μικρά παιδιά, απάντησε ένα αδύναμο κοριτσάκι, με μελαγχολικά μάτια.

- Κι η αγάπη, η ειρήνη, η καλοσύνη. Πού είναι, τις ξεχάσατε; ρώτησε γεμάτη ανησυχία μια άλλη νεράιδα.

- Αχ! Μη ρωτάτε, αποκρίθηκε το πιο μεγάλο παιδί, που άρχισε να ξεθαρρεύει.

- Όχι! Θέλουμε να μάθουμε, φώναξαν όλες μαζί οι νεράιδες.

- Ακούστε λοιπόν και μη με διακόψετε, αντήχησε μια φωνή.

- Ποια είσαι; από πού ήρθες, ρώτησε η πιο μικρή νεράιδα.

- Είμαι η μοίρα που ορίζει τη ζωή και το μέλλον των ανθρώπων και πραγματικά θέλω να είναι μια όμορφη ειρηνική ζωή. Όμως αυτοί άφησαν τον πόλεμο να κυβερνά. Κι ο πόλεμος είναι ένας γέρος κακός που χαίρεται όταν βλέπει δυστυχισμένα παιδιά. Μια μέρα λοιπόν φυλάκισε την ειρήνη σ’ ένα σκοτεινό κάστρο. Την έδεσε με αλυσίδες για να μην μπορεί κανείς να την ελευθερώσει κι έβαλε την φιλονικία και την διχόνοια να την προσέχουν.

- Μα καλά η αγάπη και η καλοσύνη τι απέγιναν; ρώτησε μια νεραϊδούλα με φωνή που έτρεμε.
Αχ κι αυτές δε στάθηκαν πιο τυχερές. Την αγάπη την κρατά φυλακισμένη το μίσος, ένα ξωτικό που δε θέλει να βλέπει αγαπημένους τους ανθρώπους. Χαρά του ναβλέπει τους ανθρώπους να τσακώνονται, να μιλά άσχημα ο ένας στον άλλον και να χαίρονται όταν ο διπλανός τους πονά και είναι δυστυχισμένος, συνέχισε η μοίρα.

- Κι η καλοσύνη! Που είναι; ρώτησε μια ξανθιά νεράιδα αν και μάντευε την απάντηση.

- Αχ! Αυτή είναι φυλακισμένη σε μια σκοτεινή σπηλιά που την είσοδο την κλείνει ένας τεράστιος βράχος. Η κακία και η έχθρα, δύο κακές μάγισσες στέκονται απ’ έξω και διώχνουν όποιον πλησιάσει, είπε αναστενάζοντας η μοίρα.

- Αχ δεν υπάρχει ελπίδα να ελευθερωθούν, ψιθύρισε ένα παιδάκι κι αναστέναξε δυνατά.

- Ποιος με φώναξε; ρώτησε μια όμορφη νεράιδα.

- Εσένα; κανένας, είπε το παιδάκι.

- Μα πως είπες ελπίδα, το άκουσα καθαρά, συνέχισε αυτή.

- Μα ποιες είστε εσείς τελικά, αναφώνησαν όλα τα παιδιά.

- Ποιες είμαστε; Ακούστε λοιπόν!

Και τότε, κάνοντας μια στροφή η κάθε νεράιδα παρουσιαζόταν στα παιδιά που είχαν μείνει άφωνα.

Και ξεκίνησε η πρώτη:

Τ’ όνομά μου είναι ελπίδα

της ζωής η ηλιαχτίδα

για ένα κόσμο φωτεινό

όμορφο ειρηνικό.

Και μετά με τη σειρά παρουσιάστηκαν όλες.

Θαρρώ όλες με γνωρίζετε
και με υπολογίζετε
η φιλία είμαι η ονομαστή
που ομορφαίνει κάθε στιγμή
Σίγουρα μ’ έχετε ακουστά
πρόσωπα θέλω γελαστά
χαρά το όνομά μου
το τραγούδι συντροφιά μου.

Ευτυχία με φωνάζουν
κι όλοι με αγκαλιάζουν
τη ζωή με λουλούδια τη γεμίζω
χαμόγελα απλόχερα χαρίζω.

Η γνώση είμαι εγώ
που πάντα σας οδηγώ
σε αποφάσεις συνετές
δίκαιες και γνωστικές.

Ομόνοια ονομάζομαι
τον πόλεμο απεχθάνομαι
τη διχόνοια πολεμώ
μακριά την κυνηγώ.

Στη ζωή χαμογελώ
τις αρρώστιες πολεμώ
Τα όνειρα να γίνουν αληθινά
υγεία να ’χετε παντοτινά.

Και μόλις συστήθηκαν στα παιδιά τους είπαν να μην απογοητεύονται και ότι θα τα βοηθήσουν να γίνουν χαρούμενα και ευτυχισμένα.

- Αλήθεια θα μας βοηθήσετε να διώξουμε τον πόλεμο, το μίσος, την κακία, ρώτησε ένα όμορφο κοριτσάκι που το χαμόγελο έλαμψε πάλι στο πρόσωπό του.

- Εμπρός μη χάνουμε καιρό, ελάτε να οργανωθούμε, έχουμε πολλή δουλειά! φώναξε η ελπίδα.

Κι έχετε περιέργεια να μάθετε τι έγινε μετά; Για ακούστε λοιπόν τη συνέχεια, χωρίς να χάνετε λεπτό, γιατί συνέβησαν γεγονότα φοβερά που τον κόσμο άλλαξαν για τα καλά.

Το δρόμο τον έδειξε η μοίρα, που ήθελε το καλό των ανθρώπων.


Πρώτος σταθμός λοιπόν το κάστρο του πολέμου. Δεν πήγαν όμως μόνοι τους, γιατί τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και μαζεύτηκαν πολλά παιδιά. Όπλα δεν είχαν, βόμβες και κανόνια, αλλά είχαν μια καρδιά γεμάτη θάρρος και δύναμη. Κύκλωσαν το κάστρο κι άρχισαν ένα όμορφο τραγούδι. Από τα χέρια τους έφυγαν λευκά περιστέρια και λουλούδια γέμισαν τον τόπο. Ο πόλεμος, η διχόνοια και η φιλονικία δεν άντεξαν το τραγούδι κι έκλεισαν τα αυτιά τους. Με το τραγούδι των παιδιών ήταν τόσο δυνατό, τόσο γλυκό που αντηχούσε ψηλά ως τον ουρανό. 

Τα περιστέρια μπήκαν στο κάστρο και ελευθέρωσαν την ειρήνη. Το άρωμα των λουλουδιών πλημμύρισε το μέρος. Ο πόλεμος έπεσε κάτω μην αντέχοντας, το ίδιο και η παρέα του και τότε τον έπιασαν και τον φυλάκισαν στα πιο βαθιά και σκοτεινά υπόγεια του κάστρου.

Η ειρήνη ήταν ελεύθερη πια κι αγκάλιασε όλες τις νεράιδες που την βοήθησαν να δει το φως του ήλιου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ, φώναξε σ’ όλα τα παιδιά που την έσωσαν απ’ τον πόλεμο.


Έτσι αγκαλιασμένοι έφυγαν από κει για να πάνε να ελευθερώσουν την καλοσύνη. Πως θα ξεγελούσαν όμως την κακία, πως θα παρέσερναν την έχθρα μακριά;

Πάλι η μοίρα τους οδήγησε στη σπηλιά που ήταν φυλακισμένη η καλοσύνη. Για να δούμε λοιπόν τι έκαναν μόλις έφτασαν εκεί. 

Πλησίασαν κοντά δυο παιδιά.

- Τι θέλετε; ρώτησε η κακία με άγρια φωνή.

- Να μάθαμε ότι μένετε εδώ και ήρθαμε να σας ρωτήσουμε ποια είναι η ποιο έξυπνη και πιο δυνατή.

- Μα και βέβαια εγώ, είπε η κακία.

- Τι λες; Αντέδρασε η έχθρα. Εγώ είμαι η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη και η πιο δυνατή. 

Ο καβγάς δεν άργησε ν’ ανάψει. Φωνές γέμισαν την ατμόσφαιρα και τότε βρήκαν την ευκαιρία τα άλλα παιδιά να σπρώξουν το βράχο και να βγει έξω η καλοσύνη. Και τότε μια λάμψη σκέπασε τον ουρανό και τυφλώθηκαν η έχθρα και η κακία. Αμέσως τις άρπαξαν και τις έκλεισαν στη σπηλιά, έβαλαν και το βράχο κι έμειναν για πάντα εκεί κλεισμένες.

Η καλοσύνη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ελεύθερη. Άρχισε να ρωτά τι συνέβη και πως την βρήκαν. Όμως η γνώση της είπε ότι δεν είχαν καιρό για λόγια γιατί έπρεπε να ελευθερώσουν την αγάπη.



Για άλλη μια φορά η μοίρα, τους βοήθησε να βρουν το σπίτι του μίσους, του κακού ξωτικού που τρύπωνε παντού και ξεγελούσε τους ανθρώπους. Δεν είχε όπλα, όπως ο πόλεμος, αλλά είχε ένα ραβδάκι που έκανε τους ανθρώπους κακούς, εγωιστές, σκληρούς και άδικους μόλις τους άγγιζε. Το σπίτι του ήταν στην άκρη ενός δάσους. Ήλιος δεν το φώτιζε, ήταν πάντα σκοτεινό και παγωμένο.

Πώς μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν οι νεράιδες και τα παιδιά. Πώς να το νικήσουν;

- Μη σας νοιάζει, λέει η ευτυχία. Θα αναλάβω εγώ.
- Θα σε βοηθήσω κι εγώ, φώναξε η φιλία, γιατί πολύ μας έχει ταλαιπωρήσει αυτό το πλάσμα. Πρέπει να τελειώνουμε μαζί του.
Για να δούμε λοιπόν τι έγινε στη συνέχεια.
Προχώρησαν όλοι μαζί. Μπροστά πήγαινε η ευτυχία και η φιλία. Πίσω όλα τα παιδιά κρατώντας μεγάλες κόκκινες καρδιές από χαρτόνι που έγραφαν «ΑΓΑΠΗ». Όταν τους είδε το μίσος τους είπε άγρια να φύγουν, γιατί το ενοχλούσαν.
Τότε η φιλία άρχισε να μιλά με τη γλυκιά φωνή της και όλες οι νεράιδες άρχισαν να τραγουδούν.
- Σταματήστε, φώναξε θυμωμένο το μίσος.


Όμως η φωνή του σκεπάστηκε από το τραγούδι που έλεγε για την αγάπη και για το πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν είναι όλοι συμφιλιωμένοι. Μιλούσε για την γλυκιά αγκαλιά της μάνας, για το τρυφερό χάδι του πατέρα για τη χαρά της συνεργασίας, για την αξία του να μοιράζεσαι χαρές και λύπες με φίλους. Όλοι άκουγαν αμίλητοι, συγκινημένοι. 
Γιατί βλέπετε τα όπλα που μπορούσαν να νικήσουν το μίσος ήταν τα λόγια της αλήθειας, της χαράς, της αισιοδοξίας. Τα παιδιά κρατούσαν σφιχτά τις χάρτινες καρδιές στο στήθος τους όταν ξαφνικά το μίσος μη αντέχοντας άλλο αυτή τη γλυκιά μελωδία άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει ώσπου εξαφανίστηκε και τα μόνα που έμειναν στο έδαφος ήταν τα κλειδιά του σπιτιού. 
Ένα ουράνιο τόξο εμφανίστηκε τότε στον ουρανό και το μέρος γέμισε πολύχρωμα λουλούδια. Αμέσως η φιλία άρπαξε τα κλειδιά και ελευθέρωσε την αγάπη. Βγαίνοντας η αγάπη το σπίτι σκεπάστηκε από ένα σύννεφο και εξαφανίστηκε. Στη θέση του εμφανίστηκε ένα πανέμορφο περιβόλι. Όλα έμοιαζαν μαγικά.
Η αγάπη έτρεξε στην αγκαλιά της ειρήνης και της καλοσύνης. Είχαν τόσα πολλά να πουν. 
Οι νεράιδες τότε θέλησαν να ευχαριστήσουν τα παιδιά, που βρήκαν τη δύναμη ν’ αγωνιστούν για να διώξουν τον πόλεμο, την κακία, την έχθρα και το μίσος και να ελευθερώσουν τις αδελφές τους.
- Ευχαριστούμε πολύ παιδιά, φώναξαν χαρούμενες και συγκινημένες.





Εμείς ευχαριστούμε, αποκρίθηκαν όλα μαζί, γιατί μας δείξατε το δρόμο της αγάπης, της ειρήνης και της καλοσύνης. Μας δώσατε την ευκαιρία να ονειρευτούμε έναν κόσμο καλύτερο και να αγωνιστούμε γι’ αυτόν.

Τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να πείσουμε και τους μεγάλους ότι υπάρχει ελπίδα, χαρά, ευτυχία, φιλία, ομόνοια, υγεία και γνώση και δεν πρέπει να απογοητευόμαστε. Αν παλέψουμε όλοι μαζί ενωμένοι θα ακούγονται μόνο τραγούδια και γέλια, θα σβήσουν τα δάκρια και η μελαγχολία. Μπορούμε όλοι μαζί να φτιάξουμε έναν κόσμο όπως τον αξίζουμε εμείς τα παιδιά και πρέπει όλοι να φροντίσουμε να γίνει πραγματικότητα.