«Αλήθεια μπαμπά έτσι έγινε».
«Τι έγινε;»
«Έφυγαν».
«Ποιοι;»
«Μου το είπε η γιαγιά».
«Ποιοι έφυγαν παιδί μου;»
«Μα σου λέω έφυγαν».
«Ποιοι; Πού πήγαν;»
«Αλλά μετά ξαναγύρισαν. Ευτυχώς δηλαδή. Πωωω. Τι θα κάναμε χωρίς αυτές».
«Αυτές; Ποιες αυτές;»
«Η γιαγιά είπε πως όλα ξεκίνησαν στον κούφιο λόφο. Όταν όλα τα παραμύθια είχαν μαζευτεί εκεί πάνω. Αυτός ο λόφος είναι ένας μεγάααλος, τεράστιος λόφος που είναι γεμάτος από χελιδονόχορτα και από καμπανούλες και από τετράφυλλα τριφύλλια και από θυμάρι. Πολύ πολύ θυμάρι. Όσες μέλισσες πάνε εκεί -γιατί οι μέλισσες επιτρέπεται να κυκλοφορούν ελεύθερες στην χώρα των παραμυθιών μπαμπά- κάνουν το καλύτερο μέλι. Παραμυθένιο μέλι μου είπε η γιαγιά. Τέλειο, τέλειο, μιαμ. να είχαμε να δοκιμάζαμε».
»Ακόμα μπαμπά είναι γεμάτο από φουντουκιές. Μεγάααααλες, ψηλές, τεράστιες, πελώριες φουντουκιές, που είναι όμως γερασμένες αλλά δυνατές. Ναι, ναι, δυνατές και έχουν πολλά κλαδιά με χίλια φύλλα το καθένα. Για να κάνουν σκιά στα παραμύθια. Αλλά τα φουντούκια τους να ξέρεις μπαμπά δεν πέφτουν ποτέ. Δεν τα αφήνουν δηλαδή οι φουντουκιές να πέσουν. Γιατί αν πετύχουν κανένα μεγάλο ξωτικό ή κανέναν κακό καλικάτζαρο και αυτός νευριάσει. Πωωω. Τότε θα την ξεριζώσει την καημένη την φουντουκιά».
«Τελικά έφυγαν και ήρθαν πάλι πίσω τα ξωτικά και οι καλικάτζαροι;»
«Ωωω μωρέ μπαμπά, δε με προσέχεις. Αφού σου είπα αυτές ήταν που έφυγαν. Αλλά ξαναήρθαν ευτυχώς. Ουφ!»
»Ήταν εκεί στον κούφιο λόφο που μετά από πολλές πολλές ώρες που δε μιλούσε κανένας -αφού τα παραμύθια μπορούν να μη μιλάνε και μόνο να κοιτάνε και να παρακολουθούνε- μίλησε η μητέρα Ση, η αρχηγός όλων των νεράιδων. Είπε πως αφήνουν όλες οι νεράιδες τον κούφιο λόφο γιατί όλα τα υπόλοιπα παραμύθια δεν τις σέβονται τόσο όσο θα έπρεπε. Δηλαδή μπαμπά δεν τις ήθελαν, αυτό σημαίνει 'σέβονται'».
«'Σέβονται' σημαίνει πως δεν τους συμπεριφερόταν όπως τους άρμοζε και όπως έπρεπε, δεν τις εκτιμούσαν».
«Ναι μπαμπά αυτό που λες, δεν τις σεκτιμούσαν. Αλλά η γιαγιά δεν ήθελε να μου πει γιατί δεν τις σεκτιμούσαν τις νεράιδες και εγώ δεν ρώτησα γιατί είδα πως δεν ήθελε να μου πει, αλλά κατάλαβα πως τα υπόλοιπα παραμύθια ήθελαν να τις διώξουν για να είναι αυτά πρώτα στις ιστορίες. Θα δεις παρακάτω που θα σου πω. Περίμενε, περίμενε.».
»Εκείνη την στιγμή πάντως που μίλησε η Μητέρα Ση, τα υπόλοιπα παραμύθια συνέχισαν να μη μιλάνε. Απλά την κοιτούσαν και τη Μητέρα Ση και όλες. Ο Κορακοχόρτης, ο Γκίλλυ Ντου, τα Κομπόλντ, τα Μπογκλ, τα Ζαλίμια, οι Νάνοι, οι Παγανιές, ο Πουκ, το Φακάν, η Μαύρη Άννις, ο Κοκκινοσκούφης, ο Ούρισκ, τα Άλβερ, οι καλικάντζαροι. Τίποτα. Τσιμούδια. Κιχ. Δεν βγάζανε άχνα. Λες και τους μάλωσε η δασκάλα. Κοιτούσαν μονάχα. Είχαν λερωμένη τη φωλιά τους είπε η γιαγιά και το ξέρανε, γι' αυτό δεν έλεγαν τίποτα».
«Πού τα ξέρεις παιδί μου εσύ όλα αυτά τα ονόματα;»
«Η γιαγιά σου λέω μου τα είπε. Αλλά άκου έχει κι άλλο».
»Η Μητέρα Ση τότε προχώρησε μπροστά και κατηφόρισε τον κούφιο λόφο. Πίσω της ακολούθησαν όλες οι νεράιδες. Μια τεράστια ουρά από νεράιδες μπαμπά. Η μία πίσω από την άλλη την ακολουθούσαν. Όλες οι ηρωικές νεράιδες ήταν εκεί, οι Τούθα ντε Ντάναν ήταν εκεί, οι Ασράι ήταν εκεί -μου αρέσουν πολύ οι Ασράι, οι μικρούλες Ασράι που γίνονται νερό, χι χι- οι Γκόραγκεθ Αννούν, όλες, όλες σου λέω. Κάποια από αυτές έπαιζε σε έναν αυλό τον σκοπό του Λοντοντέρρι».
«Μα. Και άλλα ονόματα; Ποιος σου τα είπε; Πώς μπορείς και τα θυμάσαι;»
«Μα αν στα πει μία φορά η γιαγιά, σου μένουν στο μυαλό και τα θυμάσαι. Δεν τα ξεχνάς ποτέ».
«Και στα είπε η γιαγιά όλα αυτά;»
«Ωχού! Μα ναι σου λέω μπαμπά μου. Άκου όμως τι έγινε παρακάτω. Άκου, άκου.».
»Και έφυγαν. Ναι έφυγαν για μακριά. Η γιαγιά δεν ήθελε να μου πει για πού. Είπε μόνο πως πήγαν προς τη δύση και άφησαν τα άλλα παραμύθια πίσω στην ανατολή. Το μέρος δεν το είπε».
»Τα υπόλοιπα παραμύθια συνέχιζαν να τις κοιτούν αμίλητα καθώς εκείνες κατηφόριζαν τον κούφιο λόφο και φεύγαν μακριά. Αν και ήθελαν να τις διώξουν δάκρυζαν κρυφά την ώρα που οι νεράιδες έφευγαν. Κανείς δεν μπορεί να μην κλάψει σε ένα τόσο λυπητερό γεγονός. Ακόμα ούτε και ο ίδιος ο εχθρός σου».
«Σίγουρα θα ήταν λυπητερό. Στεναχωρήθηκα κι εγώ τώρα».
«Μη στεναχωριέσαι μπαμπά. Ξαναήρθαν. Θα δεις τι έγινε. Κάτσε να σου πω, κάτσε».
»Αφού έφυγαν οι νεράιδες, τα υπόλοιπα παραμύθια έφτιαξαν καινούριες δικές τους ιστορίες και άλλαξαν τις παλιές. Τότε ήταν που βγήκε και η Χιονάτη. Καλά έκανα και δεν μου άρεσε ποτέ αυτό το παραμύθι. Η κανονική ιστορία, είπε η γιαγιά, ήταν με μία νεράιδα στη θέση της Χιονάτης, που την είχαν πάρει εφτά κακά ξωτικά και δεν την άφηναν να φύγει από το σπίτι τους και εκείνη τους έκανε όλο δουλειές. Μια άλλη νεράιδα όμως άκουσε τα παρακάλια της που ταξίδευαν μέσα από τον άνεμο όταν τραγουδούσε και της έδωσε ένα μαγεμένο μήλο και αυτό κατάφερε να την ελευθερώσει».
«Τα παραμύθια άλλαξαν αυτή την ιστορία και την έφτιαξαν έτσι ώστε να είναι για αυτά. Έκαναν δειλίες δηλαδή. Να δείχνουν αυτά καλά και οι νεράιδες να μη φαίνονται πουθενά. Εξαφανισμένες. Φσσστ αέρας από αεροζόλ που εξαφανίζεται, όπως όταν ρίχνει η μαμά για τα ζουζούνια. Αλλά το αεροζόλ μπορεί να εξαφανίζεται αλλά μένει η μυρωδιά του. Έτσι ξέρουμε τώρα πως ήταν για νεράιδα φτιαγμένο αυτό το παραμύθι».
«Τι μου λες τώρα.».
«Ναι μπαμπά μου. Έπρεπε να άκουγες την γιαγιά να τα έλεγε. Και να ήταν μόνο αυτό; Όχι φυσικά. Η Ωραία Κοιμωμένη. Κι αυτή ήταν νεράιδα. Ναι αλήθεια. Και αυτός που ήταν πρίγκιπας, δεν ήταν στην πραγματικότητα. Όχι, όχι. Ήταν και αυτός ένα κακό ξωτικό που ήθελε να την κλέψει για να την έχει και να την κοιμίσει. Αλλάχτηκε και αυτή η ιστορία όμως, για να δείχνει καλά τα ξωτικά και τις νεράιδες πάλι εξαφανισμένες. Το ίδιο έγινε και με την Κοκκινοσκουφίτσα και την Τοσοδούλα».
»Κατάλαβες τι κάνανε δηλαδή μπαμπά; Διώξανε τις νεράιδες και βάλανε τους ανθρώπους στη θέση τους. Και αυτό το κάνανε για να τους καλοπιάσουν και να λένε τις νέες ιστορίες με τα νέα παραμύθια παντού στον κόσμο -γιατί μπαμπά εμείς οι άνθρωποι είμαστε πολλοί περισσότεροι από τα παραμύθια. Αλλά πού ακούστηκε. Βάλανε εμάς τους ανθρώπους στη θέση των νεράιδων. Χα! Ανθρώπους στη θέση των νεράιδων».
»Οι άνθρωποι τότε τρόμαξαν που μπήκαν στη θέση των νεράιδων. Όχι γιατί φοβόνταν τις νεράιδες. Όχι, όχι. Κανείς δεν πρέπει να φοβάται τις νεράιδες μου είπε η γιαγιά. Τρομάξανε γιατί κατάλαβαν πως τα άλλα παραμύθια ήθελαν να κερδίσουν τον κόσμο των ιστοριών, δηλαδή τον κόσμο των παραμυθιών. Και όποιος κερδίσει τον κόσμο των παραμυθιών μπορεί να κερδίσει όλους τους κόσμους τότε, μου είπε η γιαγιά. Ο κόσμος των παραμυθιών είναι η ψυχή όλων των κόσμων».
«Ο κόσμος των παραμυθιών είναι η ψυχή όλων των κόσμων είπες;».
«Ναι, ναι μπαμπά μου. Έτσι είναι. Αλλά άκου ακόμα.».
»Οι άνθρωποι ήταν που έφεραν πίσω τις νεράιδες. Ναι. Γιατί τα σημάδια τους έχουν μείνει παντού. Αν ανοίξουμε τα μάτια μας μου είπε η γιαγιά, μπορούμε να τα δούμε και να τις βρούμε. Πολύ χαίρομαι γι' αυτό που είμαι άνθρωπος. Είμαι κι εγώ ένας από αυτούς που έφεραν πίσω τις νεράιδες. Γιούπι!».
«Και εγώ χαίρομαι γιε μου που τις φέραμε πίσω».
»Μα όχι μπαμπά. Όχι δεν λέω πως τις φέραμε όλοι. Κάποιοι από εμάς. Δηλαδή καλά κάνεις και χαίρεσαι. Δηλαδή δε λέω ότι δεν μπορείς και εσύ να φέρεις πίσω μία νεράιδα. Να, δηλαδή κοίτα.Πρέπει όλοι να χαρούμε και να δοκιμάζουμε να φέρουμε μία νεράιδα, αλλά να. Δεν κάνεις σωστά που λες ότι τις φέραμε όλοι μας. Δεν μπορούν όλοι να φέρουν. Μπορούν να προσπαθήσουν, αλλά μόνο κάποιοι μπορούν να τις φέρουν πίσω. Όσοι έχουν στη μιλιά τους νεραϊδένια χροιά, έτσι μου είπε η γιαγιά».
»Αλήθεια τι είναι χροιά; Δε ρώτησα την γιαγιά γιατί ντράπηκα. Αλλά σίγουρα την έχω. Αφού κατάφερα και την έφερα πίσω τη γιαγιά».
«Χροιά είναι ο τρόπος που μιλάς, πόσο διαφέρει από την ομιλία των άλλων. Πώς ακούγεσαι στους άλλους».
»Και για να έχουμε καλό ρώτημα; Τη γιαγιά ήταν που έφερες πίσω; Η γιαγιά έχει έξι μέρες που ήρθε από το χωριό. Εγώ πήγα και την πήρα μαζί με τον παππού σου».
«Χαααα! Χαααα! Χαααα! Χαααα! Όχι αυτή την γιαγιά καλέ μπαμπά. Αυτή η γιαγιά μου δεν ξέρει τίποτα. Λέει μόνο για τα άπλυτα του παππού μου και για τις πίτες που κάνει».
«Για ποια γιαγιά λες τότε; Την άλλη της μαμάς από το νησί;».
«Όχι, ούτε αυτή! Λέω για εκείνη που ήταν εδώ έξω στην αυλή».
«Ήρθε μια γιαγιά έξω στην αυλή;».
«Ναι. Εκεί που καθόμουν κάτω από την μεγάλη καρυδιά και έκανα κούνια, μου ήρθε να μιλήσω στο δέντρο μπαμπά. Δεν ξέρω γιατί αλλά μου ήρθε να μιλήσω στο δέντρο. Αλλά αυτό είναι χαζό αλλά εγώ το έκανα. Νόμιζα πως το δέντρο ψιθύριζε μπαμπά, νόμιζα πως κουνιόταν σαν άνθρωπος και έτσι κι εγώ του μίλησα και του είπα 'Μου φαίνεται ότι σε ακούω δέντρο να μιλάς, μακάρι να είχες στόμα και να μπορούσες να πεις αυτό που θέλεις'. Και τότε το δέντρο κουνήθηκε ολόκληρο και τα κλαδιά και ο κορμός και τα φύλλα και όλα μαζί κι εγώ με την κούνια. Τρόμαξα λιγάκι, λίγο όμως, γιατί τότε βγήκε από πίσω του η γιαγιά».
»Εμένα δε μου έμοιαζε καθόλου με γιαγιά. Ήταν νέα, ψηλή και όμορφη, με χρυσά μαλλιά πολύ πολύ μακριά και κάποια από αυτά τα είχε πιάσει κοτσίδες. Μου είπε να τη λέω γιαγιά γιατί είπε ότι ήταν πολλών χρονών μεγάλη. Εκατό φορές σαν την καρυδιά. Και έτσι κι εγώ αυτό έκανα. Τη φώναζα γιαγιά».
»Δεν κατάλαβα όμως πώς ήρθε μπαμπά. Μόνο ότι βγήκε πίσω από το δέντρο. Κι όταν έφυγε, πάλι πίσω από το δέντρο έφυγε κι όταν πήγα να κοιτάξω εκεί πίσω από τον κορμό του, δεν είδα τίποτα. Είχε εξαφανιστεί.
»Όταν με χαιρέτησε πριν φύγει, μου ζήτησε μια χάρη. Να λέω ιστορίες για νεράιδες όποτε μπορώ και μου έδωσε κι αυτό το μήλο. Είναι χρυσό, όπως και το χρώμα των μαλλιών της. Αν θέλω να την ξαναδώ ποτέ μπαμπά, μου είπε να φάω αυτό το μήλο και αυτή θα εμφανιστεί όπως και πριν από λίγο».
Ύστερα από εικοσιτέσσερα χρόνια, αυτό το μήλο παραμένει αναλλοίωτο σαν φρέσκο στο σπίτι μου. Βρίσκεται στη βιβλιοθήκη μου, ανάμεσα από πολλά βιβλία και παραμύθια για νεράιδες. Κάποια από αυτά είναι και δικά μου. Ακολούθησα τη συμβουλή εκείνης της γιαγιάς και έγραψα πολλές ιστορίες για νεράιδες και είπα ακόμη περισσότερες.
Και το μήλο είναι εδώ απέναντί μου αυτή την στιγμή που γράφω αυτές τις αράδες. Περιμένει καρτερικά κάθε μέρα μέσα στο γυάλινο δοχείο του για να με σμίξει με την νεράιδα μου. Όποτε εγώ το θελήσω.
Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου