Γλυκιά μου νεράιδα της άνοιξης
Ένα απέραντο λιβάδι απ’ ανεμώνες ο κόσμος σου
Τα μαλλιά σου κατάξανθα.
Λες και του ήλιου όλη η λάμψη μέσα τους κρύφτηκε
Κάνεις ταξίδια μέσα στις λίμνες του Έρωτα
που είναι γεμάτες με μέλι και κρασί
φτιαγμένο απ’ τον Διόνυσο
Με κάθε γέλιο σου ο ουρανός γεμίζει χρώματα
Κόρη θνητή της Αφροδίτης, μούσα του Απόλλωνα
Πάνω σε πορφυρή άμαξα στον δρόμο μου βρέθηκες ...........
...............
ΣΤΑΧΤΗ..... ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Εγώ, θνητός γιος της Εκάτης. Ο πατέρας μου ένας ποιητής...νεκρός τώρα πια.
Ο δικός μου κόσμος ένα απέραντο ποτάμι δακρύων
γεμάτο αποκαΐδια τυραννισμένων ψυχών .
Αμέτρητες νύχτες παρακαλούσα την μητέρα μου να πείσει
τον Άδη να μ' αφήσει να βρεθώ ξανά στον κόσμο της νεράιδας μου
“Δεν έπρεπε να σε πάρω μαζί μου εκεί πάνω. Ήταν λάθος μου. Η θέση σου είναι εδώ με τους καταραμένους. Είσαι αγγελιοφόρος του Άδη. Όταν θα αφήσεις το θνητό σου σώμα θα γίνεις ένας απ' τους θεριστές του”
Αυτά ήταν τα λόγια της κάθε φορά που της μιλούσα για εκείνη.
Μέσα της όμως έλειωνε η μητέρα μου κάθε φορά που μ' έβλεπε να κλαίω σαν μικρό παιδί στις όχθες του Αχέροντα.
Δεν τα πίστευε αυτά που έλεγε.
Απλά δεν αποφάσιζε εκείνη.
Ώσπου μια νύχτα ήρθε όλο χαρά και με ξύπνησε απ' τους εφιάλτες μου.
“Του μίλησα αγόρι μου. Τον έπεισα”
Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη απ' την χαρά μου. Μέχρι να καταλάβω
ότι δεν ονειρευόμουν και να συνέλθω ο Άδης στεκόταν ήδη δίπλα μου.
Έκανε νόημα στην Εκάτη να φύγει και να περιμένει έξω απ' το δωμάτιο.
Εκείνη έφυγε χωρίς να φέρει αντίρρηση.
Μόλις μείναμε οι δυο μας έβγαλε απ' το ζωνάρι του ένα κοφτερό μαχαίρι και με μια γρήγορη κίνηση έκανε μια σχισμή στην παλάμη του.
Πηχτό βαθυκόκκινο αίμα άρχισε να ρέει.
Έφερε το χέρι του κοντά στο πρόσωπό μου και με κοίταξε με στοργικό βλέμμα βαθιά μες τα μάτια μου.
“Πιες απ΄ το αίμα μου και θα είσαι ελεύθερος να μείνεις στον κόσμο της νεράιδας σου για πάντα”.
Χωρίς να σκεφτώ και ακόμα ζαλισμένος από την απρόσμενη χαρά που με βρήκε δοκίμασα απ' το αίμα του σαν υπνωτισμένος.
Ιχώρ κύλισε στις φλέβες μου. Ήταν σαν να ξαναγεννήθηκα.
Τράβηξε απότομα το χέρι του και εξαφανίστηκε.....έτσι όπως είχε εμφανιστεί.
Η Εκάτη μπήκε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο και μ' αγκάλιασε.
Μου χάιδεψε τα μαλλιά και δάκρυα χαράς κύλισαν απ' τα μάτια της
“Σήμερα ξαναγεννήθηκες αγόρι μου” μου είπε.
Δεν απάντησα. Την φίλησα στο μέτωπο και έτρεξα προς την έξοδο αυτής της αβύσσου που είχα τόσα χρόνια για σπίτι.
Θα συναντούσα επιτέλους την νεράιδα μου....
Η μητέρα μου φώναξε. “Σ' έκανε αθάνατο”
“Με αντάλλαγμα ένα θάνατο” ακούστηκε εκείνος
Κι ο θάνατος νεράιδα μου.... ήταν για σένα
Chris Kariotis.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου