Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Το παραμύθι της Νεφέλης




Κάπου πολύ μακριά, εκεί που πόδι ανθρώπου δεν έχει πατήσει ποτέ, σε ένα πανέμορφο δάσος με ξεχωριστή βλάστηση ζούσε ανάμεσα σε άλλες μια μικρή νεράιδα που τη λέγανε Νεφέλη.
Είχε μακριά καστανόξανθα μαλλιά και μεγάλα εκφραστικά πράσινα μάτια. 
Τα φτερά της είχαν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και αυτό έκανε τις άλλες νεράιδες να την ζηλεύουν. 
Καμιά δεν είχε τόσο πανέμορφα φτερά. 
Η Νεφέλη ωστόσο δεν ήταν η πιο όμορφη από τις υπόλοιπες αλλά είχε την πιο καλή καρδιά, και αυτό την έκανε να ξεχωρίζει.
Η καλοσύνη της και η αγάπη της την είχε κάνει την πιο αγαπητή σε όλα τα ζωάκια του δάσους. 
Ήταν πάντα η πρώτη που θα τους βοηθούσε στο οτιδήποτε, η πρώτη που θα τους συμβούλευε σε ότι ήθελαν και η πρώτη που θα στεκόταν δίπλα τους σε ότι θα τους συνέβαινε. 
Η καρδιά της ήταν τόσο μεγάλη που μπορούσε να χωρέσει μέσα της όλη η πλάση. 
Μεγαλώνοντας η Νεφάλη, και βλέποντας όλους τους φίλους της να βρίσκουν το ταίρι τους άρχισε να νιώθει μόνη. 
Ο φίλος της ο αετός της κράταγε παρέα και της έλεγε ότι με τόση ομορφιά και καλοσύνη που έχει, σύντομα θα την αγαπήσει κάποιος πραγματικά, φτάνει να το θελήσει και εκείνη. 
Ξαπλωμένη μια μέρα σε ένα μανιτάρι σκεφτόταν ότι είναι υπέροχο όλοι να σε αγαπάνε σαν φίλη, αλλά αυτό αρκεί; 
Ο ήλιος άκουσε τον μονόλογο της και την πλησίασε…
Άρχισε να της κάνει κοπλιμέντα και να της λέει πόσο αγαπητή του ήταν.
Τις χάιδεψε τα μαλλιά με τις ακτίνες του και την έκανε να χαλαρώσει.
Τις μιλούσε και την υπνώτιζε με τη ζεστασιά του. 
Μέρα με την ημέρα άρχισε να της λέει ότι την αγαπά και η νεραιδούλα κολακεύτηκε.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά και ένιωσε ένα σκίρτισμα…
Ανυπομονούσε τα βράδια να περάσουν οι ώρες να δει τον αγαπημένο της ήλιο. 
Άρχισε να πονά που δεν μπορούσε να τον έχει συνέχεια μαζί της. Της έλειπαν τα βράδια η ζεστή του αγκαλιά. 
Μετά από καιρό και καθώς μιλούσαν μεταξύ τους για την αγάπη τους εκείνη του ζήτησε να κάνουν κάτι να είναι μαζί συνέχεια. 
-Μα πως μπορώ, ; Εγώ είμαι εδώ για όλους, δεν μπορώ να κάνω κάτι… 
-Αν δεν μπορείς, θα κάνω εγώ. 
Θα έρθω μαζί σου. 
Θα με πάρεις αγκαλιά και όταν θα πηγαίνεις για ύπνο θα κοιμόμαστε μαζί, του είπε. 
Ο ήλιος χαμογέλασε. 
Του άρεσε η ιδέα.
Ας προσπαθούσε επιτέλους κάποια να έρθει να τον βρει…
Ποτέ καμιά από αυτές που είχε αγαπησει δεν το είχε σκεφτεί. 
Ετσι λοιπόν την επόμενη μέρα, η Νεφέλη το πηρε απόφαση και άρχισε να πετά και να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. 
Ήθελε πολύ να φτάσει τον αγαπημένο της ήλιο και να τον πάρει αγκαλιά. 
Ανεβαίνοντας η ζέστη άρχισε να γίνεται αφόρητη. 
Εκείνη επέμενε να ανεβαίνει. 
Το λευκό της δέρμα της άρχισε να κοκκινίζει, και τα μαλλιά της να καίγονται. 
Άρχισε να πονά αλλά το πείσμα της δεν σταμάταγε.
Αγαπούσε πολύ τον ήλιο της και δεν θα εγκατέλειπε ότι και να γινόταν. 
Όμως δεν ήταν μόνο στο χέρι της.
Τα όμορφα φτερά της άρχισαν να καρβουνιάζουν και να διαλύονται. Πριν καλά καλά καταλάβει τί γίνεται, ίσα που πρόλαβε να φωνάξει τον ήλιο αλλά εκείνος δεν την άκουσε…
Η Νεφέλη άρχισε να πέφτει στο κενό με δύναμη, ώσπου για καλή της τύχη έσκασε πάνω σε ένα μεγάλο πλατύφυλλο και από εκεί στο γρασίδι δίπλα στη λιμνούλα. 
Έμεινε εκεί αναίσθητη για πολύ ώρα.
Όταν ξύπνησε πονούσε σε όλο της το κορμί. 
Τα ματάκια της άνοιξαν διάπλατα όταν αντίκρυσε το είδωλο της στην λίμνη. 
Τίποτα πια δεν θύμιζε την όμορφη Νεφέλη. 
Το δέρμα της είχε κοκκινήσει και είχε βγάλει εξανθηματα, τα μαλλιά της είχαν καεί, το σώμα της αιμορραγούσε από πολλά σημεία και τα όμορφα φτερά της… είχαν χαθεί για πάντα…. 
Έμεινε εκεί να κλαίει με λυγμούς για την χαμένη ομορφιά της και για το χαμένο όνειρο της.
Έψαξε να βρει τον ήλιο, τον αναζήτησε για ώρα αλλά εκείνος λες και κατάλαβε το λάθος του, κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα και αναζήτησε άλλη αγάπη, πιο όμορφη κάπου μακριά. 
Την Νεφέλη την πήρε ο ύπνος θρηνώντας πια και την χαμένη της αγάπη. 
Την άπιαστη αγάπη ενός ψεύτη ήλιου… 
Ένα χάδι της διέλυσε το όμορφο όνειρο με τον ήλιο…
΄Ανοιξε τα ματάκια της και αντίκρυσε την τρομαγμένη ματιά του αγαπημένου της αετού.
Την βοήθήσε να σηκωθεί και της έδωσε νερό να πιει.
Εκείνη με βουρκωμένα ματια του εξιστόρησε ότι είχε γίνει.
Έκείνος την έβαλε κάτω από τα φτερά του και κλάψανε μαζί για ώρες… 
Η συντροφιά του της είχε γίνει απαραίτητη. 
Τα φτερά της δεν υπήρχαν πια και δεν μπορούσε να πετάξει, να νιώσει ελευθερη. 
Το κορμί ακόμη πονούσε και ο αετός ήταν ο μόνος που την έκανε να ξεχνάει. 
Περνούσε ώρες κοντά της προσπαθώντας να την κάνει να γελάσει. Σύντομα άρχισε να την βάζει και στο ράχη του και να την πηγαίνει μικρές όμορφες βόλτες…έτσι όπως μόνο αυτός ήξερε. 
Ο καιρός περνούσε και ο πόνος άρχισε να φεύγει από τη Νεφέλη.
Ο ήλιος φάνταζε στα μάτια της αλλά και στην καρδιά της πια μακρινός. 
Τα μαλλιά της ξαναμάκρυναν, η επιδερμίδα της έγινε καλύτερη αλλά τα φτερά της είχαν χαθεί για πάντα. 
Η σχέση της με τον αετό είχε γίνει σχέση εξάρτησης. 
Ηταν για εκείνη το στήριγμα της, ο φίλος της, το παρεάκι της. Αναζητούσε καθημερινά να τον δεί και εκείνος το ίδιο και μαζί περνούσαν υπέροχα. 
Ακόμα και όταν εκείνη μελαγχολούσε, αυτός ήταν εκεί για να της προσφέρει την φτερούγα του και εκείνη να κουρνιάσει μέσα της. 
Κάποια μέρα όπως οι άλλες και ενώ ο αετός καθόταν αγκαλιά με την Νεφέλη και χαζεύανε τη λίμνη, γύρισε, την κοίταξε και της είπε το δικό του καημό. 
Την αγαπούσε τόσο καιρό αλλά φοβόταν να της το πει. 
Αυτή ήταν μια νεράιδα, πάντα όμορφη στα μάτια του, ενώ εκείνος ήταν απλά ένας μαύρος άσχημος αετός. 
Η Νεφέλη άπλωσε τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του και τον έσφιξε με όλη της την αγάπη.
Άφησε την ταλαιπωρημένη καρδιά της να σπάσει τα δεσμά και να κάνει χώρο για τον αετό της, για το φίλο της και αγαπημένο της πια… 
Ο πρώτος καιρός ήταν ονειρικός…οι δυό τους ήταν συνέχεια μαζί. Εκείνος πετούσε σπάνια – όσο και αν το λάτρευε – και αφιέρωνε όλο το χρόνο στη νεραιδούλα του. 
Περνούσαν πολλές ώρες μαζί και σπάνια ο αετός έφευγε να πάει να κάνει μια βόλτα να ξεμουδιάσει τα φτερά του. 
Πολλές φορές έπαιρνε μαζί και την αγάπη του και προσεχτικά της έδειχνε το κόσμο από τόσο ψηλά. 
Η αγάπη του όμως για το δυνάτο, γρήγορο και επικίνδυνο πέταγμα πάνω από τα βουνά άρχισε να του λείπει. 
Άρχισε δειλά δειλά να λείπει λίγες ώρες από τη Νεφέλη.
Εκείνη τον περίμενε καρτερικά γιατί ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να του το στερήσει αυτό
Οι φίλοι της τα ζώα της κρατούσαν παρεούλα μέχρι να κουραστει ο καλός της και να επιστρέψει στην αγκαλιά της.
Με το καιρό ο χρόνος μεταξύ τους είχε μειωθεί αρκετά και η νεραιδούλα άρχισε να νιώθει μόνη της. 
Όταν εκείνος πήγαινε για χαμηλές ήρεμες πτήσεις την έπαιρνε μαζί του αλλά αυτό τελευταία είχε αρχίσει να γίνεται σπάνια. 
Εκείνος αγαπούσε πολύ την Νεφέλη αλλά είχε κουραστεί να κάθεται με τις ώρες χωρίς να πετά.
Η Νεφέλη αν τον αγαπούσε πραγματικά θα έπρεπε να καταλάβει. 
Από την άλλη η νεραιδούλα άρχισε να νιώθει μοναξιά. 
Έτσι λοιπόν μια μέρα που ο αετός πήγε να την βρεί η Νεφέλη του ζήτησε να την παίρνει μαζί τους στις επικίνδυνες πτήσεις του. 
-Δεν μπορώ να το κάνω αυτό Νεφέλη. 
Είναι επικίνδυνο για σένα, της είπε. 
– Αν είχα τα φτερά μου και εγώ θα ήταν διαφορετικά.
Τώρα μόνη, χωρίς φτερά νιώθω καταδικασμένη. 
Θέλω να πετάξω, μαζί σου. 
Κάποτε θυσιάσα τα όμορφα φτερά μου για μια αγάπη άπιαστη.
Για σένα θα μπορούσα να θυσιάσω και την ίδια μου τη ζωή, αρκεί να σε έχω δίπλα μου.
Πάρε με μαζί σου, και κάνε με ευτυχισμένη.
Δεν μπορώ άλλο την μοναξιά, του είπε. 

Εκείνος σκέφτηκε ότι προτιμά χίλιες φορές να πετά παρά να είναι στο έδαφος. 
Ας πετάει λοιπόν πιο προσεχτικά έχοντας μαζί του τη Νεφέλη. 
Και δέχτηκε. 
Η Νεφέλη ανέβηκε στη φτερούγα του και σχεδον κρύφτηκε από κάτω. 
Ο αετός ξεκίνησε να πετά χαλαρά και άρχισε να ανεβαίνει.
Οι κορφές στα βουνά ήταν για εκείνον τα αγαπημένα του σημεία. 
Το κρύο εκεί πάνω άγγιξε μονο τη μικρή νεραιδούλα.
Τα χεράκια της άρχισαν να παγώνουν και σφίχτηκαν πιο δυνατά. 
Ο αετός απολάμβανε τη πτήση του και σιγά σιγά άρχισε να δυναμώνει το πέταγμα του. 
Πετούσε πια δυνατά και η μικρή νεραιδούλα δεν μπορούσε ούτε να πάρει ανάσα.
Εκείνος μέσα στη λαχτάρα του άρχισε να κάνει ακροβατικά.
Άρχισε να γυρίσει πλάγια, ανάποδα , να πέφτει στο κενό χωρίς να σκεφτεί ούτε για μια στιγμή τη Νεφέλη…
Ζούσε το όνειρο του… 
Ο αντίλαλος του βουνού φώναξε το όνομα του και κείνος ξύπνησε ξαφνικά σαν από λήθαργο.
Τότε μόνο θυμήθηκε τη νεραιδούλα του. 
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα.
Γύρισε το λαιμό του και άρχισε να την ψάχνει. Δεν την είδε πουθενά. Σήκωσε τα φτερά του και άρχισε να την φωνάζει δυνατά… 
-Νεραιδούλα μου….Νεραιδούλα μου..;;; .και τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα… 
Αλλά η νεραιδούλα του δεν ήταν πια εκεί…
πηγή: yorgose.spaces.live.com

1 σχόλιο: