‘Oλα τα πρωινά ήταν ίδια στη μικρή λίμνη μέσα στο δάσος. Με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου ξαφνικά όλα τα μικρά πλασματάκια ξυπνούσαν και γέμιζαν με τις φωνές τους το τοπίο. Κάτω από έναν μικρό θάμνο, δίπλα στο γαλάζιο νερό της λίμνης, κοιμόταν συχνά μια μικρή νεράιδα…ήταν μικροσκοπική με χρωματιστά φτερά και φορούσε πάντα το αγαπημένο της φόρεμα κόκκινο με λευκές μικρές κουκίδες. Εκεί, κάτω από το θάμνο μπορούσε κανείς μετά βίας να ξεχωρίσει το μικροσκοπικό κεφαλάκι της Fidget, όταν κοιμόταν στην αγαπημένη της κρυψώνα. Δεν της άρεσε να κοιμάται μαζί με την οικογένεια της προτιμούσε την ηρεμία, άλλωστε η οικογένεια Rainbowglow ήταν από τις πιο σημαντικές οικογένειες στο δάσος. Στο σπίτι πάνω στο μεγάλο δέντρο όπου ζούσε μπορούσε να αντικρίσει κανείς όλα της τα αδέρφια που και αυτά είχαν φτιάξει δική τους οικογένεια αλλά λόγω της παράδοσης των ξωτικών θα έπρεπε να μένουν όλοι μαζί για να αντιμετωπίζουν το κίνδυνο που παραμόνευε σε κάθε γωνία.
Η Fidget όμως ποτέ δεν το κατάλαβε αυτό, «Ποιος κίνδυνος;» σκεφτόταν συχνά. « Μπα! Αυτά είναι παραμύθια για τα μικρά ξωτικά που δεν κάθονται ήσυχα και συνέχεια πηδάνε από κλαδί σε κλαδί και από νούφαρο σε νούφαρο». Έτσι κάθε βράδυ ξεγλιστρούσε από το κλαδάκι της και κατέβαινε στον θάμνο. Μέσα στο σκοτάδι και την ηρεμία ξάπλωνε στο δροσερό χορτάρι και κοιτούσε τα αστέρια. Ήθελε πολύ κάποτε να αποκτήσει το δικό της αστέρι εκεί ψηλά. ’λλα αν και με τα φτερά της πετούσε πολύ γρήγορα ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει εκεί στον μαύρο ουρανό με τα μικρά φωτάκια.
Συχνά ανάμεσα στις σκέψεις της αυτές την έπαιρνε ο ύπνος. Ευτυχώς ποτέ κανείς δεν την ενοχλούσε, μόνο όταν ο ήλιος χάιδευε το πρόσωπο της με τις ακτίνες του καταλάβαινε πως έπρεπε να αφήσει το καταφύγιο της. Ποτέ δεν μπόρεσε να αντέξει το φως του ήλιου γι’αυτό την έβλεπε κανείς να κάθεται πάντα στο φως του απόλυτου φεγγαριού, στην πανσέληνο. Μόνο τότε δεν κατσούφιαζε τα μάτια της…Όμως το στρόγγυλο φεγγάρι θα αργούσε να φανεί και πάλι, θα πρεπε να περιμένει 28 ημέρες!
Αυτά τα πρωινά πετούσε μέχρι το δέντρο και πήγαινε κατευθείαν στην μαμά της, ήξερε πως έπρεπε να την βοηθήσει να καθαρίσουν το κλαδί που γέμιζε μικρά ζωύφια και σκόνη από τον άνεμο που συχνά φυσούσε. Κάποια άλλα πρωινά κρατούσε τα μικρά της ανίψια, δεν είχε πολύ που είχαν γεννηθεί, ούτε που γνώριζαν καλά καλά να κουνάνε τα φτεράκια τους. Δεν την ενοχλούσε καθόλου που περνούσε την ώρα της με τα μικρά άλλωστε της άρεσε να τους μαθαίνει νέα πράγματα, σε ποιο φύλλο θα κάνουν την καλύτερη τσουλήθρα, πιο νούφαρο έχει την καλύτερη θέα και πώς να πετάνε ψηλά μέχρι τα πρώτα σύννεφα.
Τα μικρά ήταν ξετρελαμένα μαζί της. Συχνά η Fidget παρατηρούσε τον μικρό της ανιψιό. Είχε πάντα κάτι ξεχωριστό, το ένα του φτεράκι ήταν πιο μικρό από το άλλο και έτσι δεν μπορούσε να πετάξει με άνεση. Το βράδυ που είχε γεννηθεί η Fidget είχε ακούσει κρυφά τους γονείς της να μιλούν με τον μάγο του δάσους. « Ο μικρός ανήκει στους εκλεκτούς» είπε ο γέρο-μάγος « Η προφητεία το λέει καθαρά: σημάδι θα φέρει για να τον αναγνωρίσετε και θα είναι ο αρχηγός των ξωτικών». «Λες;» σκέφτηκε.
Χρόνια τώρα περίμεναν να γεννηθεί ο επόμενος αρχηγός μια και ο Bracken Elffly είχε πια γεράσει ούτε που άκουγε καλά καλά. Η αλήθεια είναι πως ο μικρός ήταν διαφορετικός, ποτέ κάποιος στην οικογένεια δεν είχε τόσο φωτεινή αύρα όσο αυτόν. «Είναι πραγματικά υπέροχο» σκέφτηκε η Fidget.
Όταν έφτανε το μεσημέρι τα μικρά πήγαιναν για ύπνο έτσι ξέκλεβε χρόνο και ανέβαινε στο αγαπημένο της σύννεφο….
«Είναι ωραία εδώ πάνω! Τι λες Gossamer ..» έλεγε συχνά στην φίλη της. Το σύννεφο ήταν το σημείο συνάντησης τους. Από εκεί πάνω μπορούσαν να δουν όλα τα πλάσματα του δάσους. Όταν δεν είχε φασαρία από τα πουλιά που πετούσαν εκεί συνήθιζαν να ονειρεύονται πως θα ήταν η ζωή πάνω στα αστέρια πέρα από το δάσος και τους κανόνες του. Ο μύθος έλεγε πως μια πολύ όμορφη νεράιδα κατάφερε να φτάσει στα αστέρια και να βρει κάτι πραγματικό μαγικό εκεί, τόσο που ποτέ ξανά δεν την είδαν στο δάσος. « Αν κοιτάξεις τα αστέρια το βράδυ της πανσελήνου θα την δεις!» είπε η Gossamer.. «Σαχλαμάρες! εγώ τόσα βράδια έχω περάσει στο θάμνο κοιτώντας την πανσέληνο δεν την βλέπω» απάντησε με παράπονο η Fidget.. « γιατί δεν βλέπεις καθαρά, πρέπει να πας πιο κοντά στα αστέρια Fidget».
Κάθε ημέρα η ίδια συζήτηση, τόσο που η Fidget άρχισε να πιστεύει πως ποτέ δεν υπήρξε αυτή η νεράιδα τελικά… Μετά από τις συζητήσεις της άρεσε να μένει μόνη και να ψάχνει την λύση. « Πως θα φτάσω πιο κοντά στα αστέρια; Η κορυφή του δέντρου..» σκέφτηκε και τίναξε γρήγορα τα φτερά της. Στο δάσος υπήρχε ένα πολύ ψηλό και γέρικο δέντρο και δεν επιτρεπόταν στις μικρές νεράιδες να ανέβουν εκεί « Γιατί όμως;» αναρωτήθηκε.. «Θα πάω, δεν φοβάμαι αυτά είναι όλα ψέματα των μεγάλων» έλεγε συνέχεια στον εαυτό της.
Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία άρχισε να ανεβαίνει ένα ένα τα κλαδιά…Σύντομα στεκόταν στην κορυφή του δέντρου. « Είναι πιο ωραία και από το σύννεφο εδώ!»
«Μα τι γίνεται; Τι είναι όλα αυτά τα μικρά πλάσματα που ζουν εκεί πέρα;». Πέταξε και βρέθηκε στην άλλη πλευρά του δάσους. Κάτω στο γρασίδι υπήρχαν πολλά ξωτικά που φώναζαν και έπαιζαν μεταξύ τους. Όλα φαίνονταν τόσο χαρούμενα. «Μα δεν είναι δυνατόν αυτά τα πλάσματα λάμπουν όπως τα αστέρια του ουρανού! Τι έχουν πάθει;» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση της και ένιωσε κάποιον να της αγγίζει τα φτερά..
«Ε! Τι κάνεις εκεί;» αναφώνησε η Fidget « Τίποτα θαύμαζα αυτά τα πολύχρωμα πράγματα που έχεις κολλημένα στην πλάτη σου. Δεν πέφτουν; Είναι πάντα εκεί;».Τι ενοχλητικός τύπος σκέφτηκε. « Δεν είναι πράγματα! Τα λένε φτερά και μην τα πειράζεις.» «Α! δεν σε έχω δει ξανά, μένεις στην βόρεια πλευρά του δάσους;» είπε το ξωτικό. «Πολλά δεν ρωτάς;» δεν της άρεσε να της κάνουν ερωτήσεις αλλά τώρα ήταν αναγκασμένη να απαντήσει, αυτό το πλάσμα μπορεί να της έκανε κακό. ’σε που δεν μπορούσε να τον κοιτάξει καλά. Αυτή η λάμψη ενοχλούσε τα μάτια της όπως και ο ήλιος. «Είσαι παράξενος! Το ξέρεις;»
«Είμαι ξωτικό όπως εσύ μόνο που μένω ψηλά στον ουρανό τα βράδια σε ένα αστέρι και πρέπει να φωτίζω για να βλέπω αλλά και να με βλέπουν. Είναι πολύ σκοτεινά εκεί πάνω ξέρεις». Μα τι έλεγε; Έμενε σε ένα αστέρι! Η Fidget δεν πίστευε στα αυτιά της. «Ξέρεις έχω έναν ανιψιό που φωτίζει όπως εσύ αλλά είναι μικρούλης τώρα. Για στάσου! Αυτός δεν μένει σε αστέρι όμως.» του είπε. « Θα με πας να τον δω;» είπε το ξωτικό. «Μα δεν ξέρω καν πως σε λένε. Κι αν είσαι επικίνδυνος;».Το ξωτικό ξέσπασε σε γέλια… «Ω! δεν έπρεπε να σου μιλήσω από την αρχή.» είπε η Fidget και άρχισε να φεύγει πίσω στο μεγάλο δέντρο. «Στάσου με λένε Hex μην τρέχεις!».Μετά από λίγο βρέθηκαν και οι δυο στην κορυφή του δέντρου. « Είναι πολύ ωραία εδώ…..μα, δεν μου είπες το όνομα σου» .« Fidget…με λένε Fidget» είπε και εξαφανίστηκε.
Ο Hex δεν μπορούσε να την αφήσει έτσι, ήταν η ωραιότερη νεράιδα που είχε δει ποτέ. Έπρεπε να την βρει, ίσως χρειαζόταν να πάει στην δική της πλευρά του δάσους. Μετά από πολλή σκέψη και αφού είχαν ήδη περάσει πολλές νύχτες ο Hex αποφάσισε να σκαρφαλώσει το γέρικο δέντρο. Βρέθηκε στην βόρεια πλευρά του δάσους….όλα ήταν διαφορετικά εδώ. Η λίμνη φάνταζε υπέροχη και να…το αστέρι, το σπίτι του καθρεπτιζόταν σε αυτή καθαρά…ξαφνικά άκουσε μια φωνή « Σιγά μην μένει σε αστέρι! Αφού τα αστέρια είναι μακριά από εδώ». Ήταν η Fidget, επιτέλους την είχε βρει. Και ήταν όμορφη, πολύ όμορφη. Το ολοστρόγγυλο φεγγάρι φώτιζε τα πολύχρωμα φτερά της… « Νόμιζα πως δεν θα σε ξαναδώ» της είπε. « Τι κάνεις εδώ; Σε είδε κανείς;» είπε η Fidget και πετάχτηκε από το θάμνο όπου ξάπλωνε. « Ηρέμησε λίγο! Πάντα έτσι νευρική είσαι; Και εγώ που έκανα τόσο δρόμο για να έρθω να σε βρω.» Είχε δίκιο, ήταν πολύ νευρική γιατί κατά βάθος ποτέ δεν έπαψε να τον σκέφτεται…τον έψαχνε στα αστέρια εκεί ψηλά. Εκείνο το βράδυ όπως και τα επόμενα που ήρθαν η Fidget και ο Hex τα περνούσαν παρέα. Ώρες ολόκληρες συζητούσαν και γελούσαν, είχαν να μάθουν πολλά ο ένας για τον άλλον.
Είχε φτάσει ο καιρός για την νέα πανσέληνο, το φεγγάρι ήταν και πάλι εκεί, όπως και ο Hex με την Fidget. «Σήμερα είσαι διαφορετικός γιατί;» τον ρώτησε «Να σκεφτόμουν…» είπε ο Hex αλλά δίστασε « Τόσο καιρό μένουμε εδώ στο δάσος, μήπως θα ήθελες να έρθεις να μείνουμε μαζί πάνω ….στο αστέρι?» για λίγο δεν ακούστηκε τίποτα, η Fidget φάνηκε ξαφνιασμένη… «Πάντα ήθελα να φτάσω στα αστέρια και να αποκτήσω μια ημέρα το δικό μου, ποτέ δεν σκέφτηκα ότι κάποιος θα με βοηθούσε να πραγματοποιήσω την ευχή μου. Και να που τώρα ήρθες εσύ»... «Δηλαδή θα έρθεις;!»
Δεν χρειάστηκε να απαντήσει σε αυτό….από εκείνο το βράδυ και σε κάθε πανσέληνο η Gossamer στέκει στον θάμνο της φίλης της και την χαιρετά εκεί ψηλά…στο αστέρι της! «Ήταν αλήθεια τελικά οτι μπορεί καθένας να βρει το ξεχωριστό στη ζωή του.. όχι ψηλά στον ουρανό αλλά εδώ στο δάσος. Απλά αυτό θα δώσει δύναμη στα φτερά του και θα φτάσει στο αστέρι..» της φώναξε ένα βράδυ η Fidget δυνατά…τόσο που ακούστηκε παντού και ξύπνησε τον μικρούλη που θέλησε με τα φτεράκια του να φτάσει στο δικό του αστέρι όπως είχε κάνει η θεία του….και τα κατάφερε!
Αθηνά Παπαδοπούλου
Μπορείτε να κρατήσετε μυστικό; Οι νεράιδες υπάρχουν! Και βεβαία υπάρχουν παντού: στο σπίτι σας, στους κήπους, στα λιβάδια, στα πάρκα… Λατρεύουν τα δέντρα και τα λουλούδια και συχνά κρύβονται σε μαγικά δάση. Γιατί δεν ψάχνετε να βρείτε μια; Αν πραγματικά πιστεύετε σ’ αυτές, μπορεί να τις βρείτε εκεί που δεν το περιμένετε. Ίσως να συναντήσετε μια στο δωμάτιο σας η καθώς θα κάνετε βόλτα στον κήπο. Ποιος ξέρει, ίσως η τύχη να σας χαμογελάσει…
Πέμπτη 28 Απριλίου 2011
Το δικό μου αστέρι
Τετάρτη 27 Απριλίου 2011
Τρίτη 26 Απριλίου 2011
Νυχτανθοί και νεράιδες
Οι εφτά καβαλάρηδες της νύχτας έφτασαν μεσάνυχτα κοντά στο ψηλογέφυρο, το γεφύρι με τα πλατάνια, που ένωνε τη Μεγάλη χώρα με το Αγρίνιο.Είχαν τυλίξει με πανιά τις οπλές από τις φοράδες τους, για να μην ακούγονται και τρομάξουν τα ξωτικά και φύγουν. Λες και τα ξωτικά ακούνε με τ’ αυτιά και βλέπουν με τα μάτια. Με την ψυχή τους, ακούνε και βλέπουνε οι ξωθιές. Ξεπέζεψαν σα σκιές και κύκλωσαν το γεφύρι. Ήταν αποφασισμένοι πως εκείνο το βράδυ θα τέλειωνε η ιστορία, με το τέλος που αυτοί επιθυμούσαν. Αλλιώς ας μην τους λόγιαζαν για άντρες πια.Ώρα δώδεκα καικάτω από τη γέφυρα, οι νεράιδες είχανε στήσει χορό, ανέμελο, ονειρεμένο. Ο καλύτερος από τους καβαλάρηδες, ο
Αλέξανδρος, ήταν μαγεμένος από την ομορφιά μιας νεράιδας. Εκείνοι, είχαν ακροβολιστεί και κοίταζαν κλεφτά, κρυμμένοι μέσα στις καλαμιές και τα βούρλα της όχθης. Οι νεράιδες, ανέμιζαν τα μαντήλια τους, και τα κορμιά τους λικνίζονταν, σπαρταρούσαν, κάτω από τα αραχνοκεντημένα πέπλα, που ήταν καμωμένα όχι για να κρύβουν την ομορφιά, αλλά να την αναδεικνύουν και να τρελαίνουν τους άμυαλους θνητούς που θα τολμούσαν να κοιτάξουν, χωρίς τις απαραίτητες προφυλάξεις, πλάσματα αιθέρια, αλλόκοσμα, Θεϊκά. Να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα στο μεσουράνημά του, χωρίς να χαμηλώσουν τα βλέφαρα. Αδιάντροπα, απερίσκεπτα, επικίνδυνα, τιμωρητέα.
“Να έχετε μαζί σας ένα μυριστικό χορτάρι, χαμορίγανο, μαζεμένο με την πανσέληνο του μήνα θεριστή, που τις μεθάει, ή, αγιασμό από την εκκλησία που σε κάνει άτρωτο απ’ τις ξωθιές. Μα το πιο δυνατό, είναι η αγάπη. Να σ’ αγαπάει η νεράιδα για να μην μπορεί να σου κάνει κακό,να σε τρελάνει. Ή, να την αγαπάς εσύ,οπότε είσαι τρελός έτσι κι αλλιώς και δεν φοβάσαι”, τους συμβούλεψαν οι γέροντες που ήξεραν.
Μύριζαν νυχτολούλουδο τα κορμιά τους. Η Διαμαντώ η ομορφότερη από τις νεράιδες αγάπαγε τον Αλέξανδρο. Τον έβλεπε που την παραφύλαγε στο χορό τις νύχτες. Δεν έλειψε ούτε μια φορά τον τελευταίο μήνα. Κάθε φορά, όταν οι κουκουβάγιες σήμαιναν μεσάνυχτα, έβγαινε από την
κρυψώνα του και την πλησίαζε. Άπλωνε τα χέρια του να την πιάσει, κι εκείνη, αέρας,ξέφευγε μέσα από την αγκαλιά του. Προσπαθούσε να της μιλήσει κι απ’ το στόμα του έβγαιναν άναρθρες κραυγές, μουγκανητά. Εκείνο το βράδυ, η νεράιδα, το είχε κι αυτή αποφασίσει. Θ’ άφηνε το μαντήλι της στην άκρη, για να το πάρει ο Αλέξανδρος. Τότε θα ήταν για πάντα δική του. Δεν θα μπορούσε να φύγει. Και η νεράιδα του ψηλογέφυρου το ‘χε αποφασισμένο, πως αυτό ήτανε το γραμμένο της.Ήξερε πως, ξημερώματα, έφευγε μαζί με τ’ αδέρφια του για τον πόλεμο.
“ Ή τώρα ή ποτέ”, είπε στη μάνα της.
“Ποτέ κόρη μου”, διάταξε εκείνη παρακλητικά.
“Τώρα”, αποφάσισε η κόρη. Κι όταν αποφασίζουν οι ερωτευμένες οι κόρες, δεν οπισθοχωρούν.
“Ο δρόμος που τραβάς κόρη μου, δεν έχει γυρισμό”, της είπε εκείνη και της έδωκε την ευχή της. Ήξερε πως είναι ανώφελο να προσπαθείς να μεταπείσεις μια ερωτευμένη γυναίκα. Είναι σα να προσπαθείς να σταματήσεις ένα χείμαρρο με το σώμα σου. Σε παρασέρνει και χάνεσαι.
“Απ’ αυτή τη στιγμή, θα έχεις τρεις ευκαιρίες να γυρίσεις. Μην χάσεις την τελευταία”,
πρόσθεσε, γνωρίζοντας όμως πως η κόρη της την άκουγε με κλειστό το μυαλό της σε φόβους κι επιρροές.
Οι ενισχύσεις, τ’ αδέρφια του, που έφερνε ο Αλέξανδρος μαζί του για να την πιάσει,
δεν χρειάστηκαν και θα ήταν ανίσχυρες μπροστά στο ανεξήγητο. Μάταια θα έβαζαν
σε αμφισβήτηση τον ανδρισμό τους μετέχοντας σε μάχη χαμένη, που η ρώμη και η
ανδρεία δεν θα είχαν τον πρώτο λόγο.
Εκείνη τη νύχτα, μόλις τα ξωτικά αντιλήφτηκαν τους επισκέπτες, σταμάτησαν το χορό
τους, παραμέρισαν και βγήκε μόνη της η αγαπημένη και χόρευε κάτω από το γεφύρι
και κάτω από τα βλέμματα του παραλογισμένου ερωτιδέα. Χόρευε και η τελευταία ίνα
του κορμιού της. Τα νυχτοπούλια και τ’ αγρίμια, λούφαξαν φοβισμένα γρικώντας τ’
αλλόκοτο. Ο αέρας σίγησε μουδιασμένος κι αναποφάσιστος. Δεν ήθελε να ταράξει
την αρμονική κίνηση των πέπλων, που έσειε η ανάσα του κορμιού της. Ήτανε ο
χορός ο δικός της, ο χορός του αγαπημένου της. Μια φορά, στα χίλια χρόνια, τυχαίνει
νεράιδα, να θέλει από μόνη της να περάσει στην αντίπερα όχθη, να γίνει άνθρωπος.
Μια φορά, στα χίλια χρόνια, τέτοιος μεγάλος έρωτας, χτυπάει θεό ή άνθρωπο. Τότε
χορεύει το χορό τον καλύτερο, το χορό τον τελευταίο. Μαζεύονται όλες οι ξωθιές κι
όλα τα ξωτικά και παρακολουθούν, με κομμένη την ανάσα, το θάμα. Το χορό του
αποχαιρετισμού της παλιάς ζωής και του καλωσορίσματος της καινούργιας. Τότε
αφήνει κι ο Θεός, το ένα από τα μάτια του, να ξεστρατίσει κατά κει, επιτρέποντας
στον εαυτό του μια στιγμή διασκέδασης, μετά από τον κάματο της ημέρας, και μέσα
στην ανησυχία της νύχτας. Του αρέσει τις νύχτες να παρακολουθεί τις ζωές που
φεύγουν, τις ζωές που έρχονται. Έχει μια φοβερή λαμπράδα η ζωή που μόλις ανοίγει
τα μάτια της, ή τη στιγμή που τα κλείνει για πάντα. Κι εδώ κάτι τέτοιο φοβερό λάβαινε
χώρα. Ένας θάνατος και μια καινούργια ζωή ταυτόχρονα. Μια θνησιγονία. Με τίποτε
στον κόσμο, δε θα ‘θελε να είναι απών από τούτο το λαμπρό γιορτάσι. Να βλέπει το
σπόρο της αγάπης που έκρυψε στις ψυχές όταν τις έπλαθε, να καρποφορεί. Και οι
καρποί της, τρομερές πράξεις αυταπάρνησης που τον γεμίζουν με δέος. Κάτι τέτοιες
στιγμές είναι που αμφιταλαντεύονται οι Θεοί ανάμεσα στην αγάπη και τη δικαιοσύνη.
Οι Θεοί πρέπει να είναι δίκαιοι. Κάτι τέτοιες στιγμές όμως σκέπτονται σοβαρά να
παρατήσουν τη δικαιοσύνη και να παντρευτούν την αγάπη. Η δικαιοσύνη, είναι καλή
νοικοκυρά, αλλ’ απόμακρη, ανέραστη, τυπική, ανιαρά Θεϊκή. Η αγάπη, λιγότερο ή
καθόλου νοικοκυρά, είναι ζωντανή, κοντινή, πιστή, εξαίσια ανθρώπινη. Τ’ ανθρώπινο,
αυτός ο φοβερός στίβος, είναι που διεγείρει τους Θεούς να το ζήσουν. Το Θεϊκό είναι
ο στόχος του ανθρώπου. Όταν αυτά τα δύο συναντώνται σ’ ένα θεάνθρωπο, τότε
αλλάζει η τάξη, ριζικά και στα δύο στρατόπεδα.
Ο Αλέξανδρος, παρατήρησε πως δεν ανέμιζε, όπως συνήθως, το μαντήλι στα
χέρια της. Άφωνος, έμπλεος πόθου, άφησε τα μάτια του να βοσκήσουν πάνω στο
θεσπέσιο κορμί που λικνίζονταν και που ούτε για μια στιγμή δεν του έβαζε
αμφιβολίες, πως απόψε, χόρευε γι αυτόν και μόνο. Τρελάθηκαν και οι δύο. Βγήκε απ’
την κρυψώνα του, πήρε το μαντήλι της κι άρχισε να χορεύει μαζί της. Τέτοιο χορό,
ορκίζονταν οι αλλότροποι θεατές, δεν είχαν ξαναδεί, στην πολύχρονη ζωή τους.
“Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος τούτος ο χορευτής”, θαύμαζαν. Έσκασαν από τη ζήλια τους οι άλλες οι κοπέλες. “Για τέτοιον άντρα, περνάμε κι εμείς τη φοβερή γραμμή που χωρίζει το Θεϊκό απ’ το ανθρώπινο”, δήλωναν. Το ζευγάρι των χορευτών, ούτε που τους άκουγε. Κοίταζε ο έναςβαθιά τα μάτια τ’ αλλουνού κι εκστασιάζονταν. Ύστερα αγκαλιάστηκαν. Κι αυτή τη φορά, ο Αλέξανδρος δεν έπιανε αέρα στα χέρια του. Έπιανε κορμί που σπαρταρούσε και του παραδίνονταν.
“Πως σε λένε”;
“Διαμαντώ. Εσένα”;
“Αλέξανδρο”.
“Σ’ αγαπώ, Αλέξανδρε”.
“Σ’ αγαπώ, Διαμαντώ”
Κι εκεί κάτω από τη γέφυρα, μεθυσμένοι από τον έρωτα, ενώθηκαν για πρώτη και
στερνή φορά. Ο αέρας, όχι με δική του πρωτοβουλία, αλλά με διαταγή της
Πρωτοξωθιάς, φύσηξε και μάδησε τα πλατανόφυλλα για να σκεπάσει το ζευγάρι από
τ’ αδιάκριτα βλέμματα της νύχτας. Απέσυρε κι ο Θεός το μάτι του, να μη
σκανδαλίζεται. Τη συνέχεια, την είχε μυριάδες φορές ιδωμένη. Άπειρες φορές είδε
τους ανθρώπους να ζευγαρώνουν μεταξύ τους ελπίζοντας πως θα γεννήσουν τη
σωτηρία τους. Άπειρες φορές τους είδε να ψάχνουν να βρουν το Θείο, για τον ίδιο
ακριβώς λόγο. Να ζευγαρώσουν μαζί του και να σωθούν από τη φθορά.
“Δώσε μου το μαντίλι μου”, είπε η Διαμαντώ όταν σηκώθηκαν, χωρίς να μπορούν να ξεχωρίσουν τα κορμιά τους, από τη δίνη του έρωτα.
Εκείνος το κράταγε στο χέρι του. Το ‘φερνε και το ακούμπαγε στο μάγουλό του και το άρωμα του νυχτανθού τον μεθούσε.
“Θα φύγεις αν στο δώσω”, παραπονέθηκε.
“Ναι θα φύγω”, είπε η Διαμαντώ, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
Εκείνος, τη φίλησε στο μέτωπο, της χάιδεψε τα μαλλιά και βάζοντας το μαντήλι
στην παλάμη της, έκλεισε τη φούχτα της με το χέρι του. “Παρ’ το”, της είπε, κοιτώντας τη μ’ αγάπη που μπορούσε να κυκλώσει τρεις γύρους τη γη και να περισσέψει να πάρουν αντίδωρο όλοι οι στερημένοι την αγάπη στον κόσμο. Εκείνη το πήρε, το ‘φερε στο στόμα της, το φίλησε και το ‘δεσε μετά στο λαιμό του.
“Να σε φυλάει στον πόλεμο”, του είπε και κρύφτηκε στην αγκαλιά του. Μέσα της, η φωνή της μάνας την ειδοποιούσε πως χάθηκε ηπρώτη της ευκαιρία. Το χάραμα, που τα σκοτάδια απορροφούν την υποψία της ανατολής και λαμπρύνονται, χάθηκαν τα άλλα ξωτικά. Ανέμισαν τα μαντήλια πάνω από τα κεφάλια
τους κι εξαφανίστηκαν. Όλα εκτός απ’ εκείνη. Την πήρε και την ανέβασε στη φοράδα του. Έτρεξε, μαζί με τ’ αποχαυνωμένα από το θέαμα αδέρφια του και την πήγαν στο σπίτι.
“Είναι η νύφη σου”, είπε στη γριά μάνα του. “Να την προσέχεις. Να με περιμένεις εδώ να γυρίσω απ’ τον πόλεμο. Πάρε το μαντήλι σου, μην τύχει και δε γυρίσω”, είπε στη νυφούλα γυναίκα του.
“Όχι, κράτα το. Θα γυρίσεις”, του είπε κλαίγοντας, “κι εγώ θα σε περιμένω”.
Χάθηκε και η δεύτερη ευκαιρία της.
Τον κοίταζε, μέχρι που η ομάδα των ιππέων ενώθηκε με τη γραμμή του ορίζοντα
κι εξαφανίστηκε από τα μάτια της. Από ‘δω κι εμπρός, όσο κι αν έψαχνε τον
ορίζοντα, δε θ’ αντίκριζε σύννεφο σκόνης από ιππείς που επιστρέφουν από τον
πόλεμο. Κανένα από τ’ αδέρφια δε θα γύριζε.
Ήξερε η Διαμαντώ, πως τον έβλεπε για τελευταία φορά. Οι νεράιδες, ξέρουν το
πεπρωμένο. Το ψυχανεμίζονται. Μόνο που δεν μπορούν να τ’ αλλάξουν. Είχε όμως
πάρει την απόφασή της. Είναι κάποιες φορές στη ζωή, που έχεις να διαλέξεις
ανάμεσα στη στιγμή και την αιωνιότητα. Διαλέγεις να ζήσεις τη στιγμή. Κι αν
ξαναβρισκόσουν στο δίλημμα, πάλι τη στιγμή θα διάλεγες. Σε μερικούς μήνες,
γέννησε μια πεντάμορφη”.
Δεν έφυγε ούτε και την τελευταία φορά, που μπορούσε, όταν ήρθε το γράμμα από
το μέτωπο. “Ο σύζυγός σας, έπεσε μαχόμενος για την πατρίδα”... Κι ένας άλλος
φάκελος, κλεισμένος στον πρώτο. “Να παραδοθεί στη γυναίκα μου, σε περίπτωση
θανάτου μου”, έγραφε απ’ έξω ο αγαπημένος της. Μέσα είχε το μαντήλι της.Το
φοβερό διαβατήριο ανάμεσα σε κόσμους και σε όνειρα. “Φύγε”, της έγραφε. “Πήγαινε
να ζήσεις τη δική σου ζωή. Εγώ, θα έρχομαι, αέρας τη νύχτα, να σ’ ανταμώνω κάτω
από τη γέφυρα”.
Πήρε το μαντίλι και το ‘ριξε στη φωτιά. Σείστηκε συθέμελα το χωριό απ’ τη σφοδρή
βοή της δύναμης που χάνονταν. Βγήκε μετά στο μπαλκόνι, και με τα μάτια φλόγινα,
κοίταξε πίσω από τα βουνά τρυπώντας τα με το βλέμμα της, μέχρι έφτασε στον τάφο
του Αλέξανδρου.
“Θα σε περιμένω να έρχεσαι, αέρας, στο σπίτι σου. Να δροσίζεις την
πυρακτωμένη από την απουσία σου κλίνη μου. Να βλέπεις την κόρη μας να
μεγαλώνει”, είπε και τα μάτια της, ξεραμένα απ' τη φωτιά που τα έκαιγε, δεν
μπορούσαν να δακρύσουν και ν' αλαφρύνει ο πόνος της ψυχής της.
Έκαψε στη φωτιά, την τρίτη και τελευταία ευκαιρία γυρισμού στη φύση της... Από εκείνη τη μέρα η Διαμαντώ, μένει ώρες ολόκληρες κοιτάζοντας κατά την
Ανατολή. Έτσι γίνεται κάθε απόγευμα πριν σουρουπώσει. Έρχεται εδώ στο
ψηλογέφυρο, το μέρος που πρωτοειδωθήκανε. Του πρώτου τους φιλιού το μέρος.
Της τελευταίας εικόνας του, καθώς έφευγε για τον πόλεμο, το μέρος. Κάθεται στην
πελεκητή του πέτρα και μόλις χαθεί και η τελευταία ακτίνα του ήλιου πίσω της, αφήνει
το βλέμμα της να χιμήξει χείμαρρος κατά κει που ξέρει η καρδιά της, αφήνοντας
εκούσια το νου της και το σώμα της να παρασυρθούν και να ταξιδέψουν μαζί μέχρι το
μνήμα εκείνο στην Ανατολή. Το μνήμα του “άπιστου”, που δεν τολμούν πια οι
σημερινοί ιδιοκτήτες του χώρου να πειράξουν. Στην αρχή, έβγαλαν και κατέστρεψαν
τον ξύλινο σταυρό με το σημαδιακό όνομα, Αλέξανδρος, για να τον δουν την επόμενη
στητό να τους ανατριχιάζει. Το χώμα του, φρεσκοσκαμένο κι αγκαλιά τ’
αγρολούλουδα επάνω του να ευωδιάζουν. Παραφύλαξαν τα βράδια οι καλύτεροι, οι
πιο ανδρειωμένοι, να πιάσουν τον παράτολμο που αψηφάει τη γενική βούληση και
κάνει σπονδές στον τάφο τουεπιδρομέα. Ένα πέπλο τους σκέπασε τα μεσάνυχτα
και μια μυρωδιά μεθυστική νυχτανθού ξενόφερτου. Και πριν ναρκωθούν, πρόλαβαν
να δουν, χιλιάδες αέρινες κόρες, μ’ αραχνοΰφαντα πέπλα κάτασπρα, λυγερόκορμες
οπτασίες αιθέριες, να χορεύουν, χωρίς τα πόδια τους να πατάνε στη γη, χορούς
πρωτόγνωρους για τα μάτια τους και ν’ αφήνουν από ένα λουλούδι στο μνήμα μέχρι
που ο σταυρός σκεπάστηκε μέχρις επάνω. Κι ανάμεσά τους, αχ μάνα μου ομορφιά,
η καλύτερη, χορεύει χορό ερωτικό, παράφορο, ντυμένη κατάμαυρα, με τα μαλλιά της
ξέπλεκα ν’ ανεμίζουν στο ζέφυρο χρυσαλειμμένα αστραφτερό φεγγαρόφωτο, και τα
δάκρυά της, καυτερή ψιχάλα να ποτίζουν τη γη και να κατακαίνε τα ζιζάνια που είχαν
την αποκοτιά να φυτρώσουν σε χώρο άβατο, ιερό. Άφωνοι την άλλη μέρα
προσπαθούν με νοήματα να περιγράψουν τη σκηνή στους έντρομους δικούς τους.
Από τότε, οι νέες, αφήνουν ένα λουλούδι στο μνήμα του Αη-Γκιαβούρη, του άγιου
των αέρινων κοριτσιών και του έρωτα, και ξενυχτάνε τα βράδια, ελπίζοντας να δουν
τις αγαπημένες του να χορεύουν. Όποια προλάβει κι αγγίξει το πέπλο της
μαυροφόρας, που κάθε βράδυ χορεύει τον έρωτά της για τον καλό της, μέσα στο
χρόνο θα παντρευτεί τον αγαπημένο της. Χορεύουν και οι ίδιες το σούρουπο πριν
νυχτώσει και βγουν οι σκιές στο προσκήνιο και καθηλώσουν τη φύση. Ψάχνουν και
για τα ερωτικά μηνύματα που κρύβουνοι νέοι στις πέτρες του μνήματος, ελπίζοντας
πως τα κορίτσια θα τα βρουν και θα μάθουν τον πόθο τους.
“Καλημέρα Αλέξανδρε”, ψιθυρίζει η Διαμαντώ μόλις πάρει να ξημερώσει. “Καλημέρα Νεράιδα μου”, ακούει τη φωνή του και φεύγει. Είναι φορές, που κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι, βλέπουν να σκίζεται η γη κι από μέσα να βγαίνει ένας πανώριος λεβέντης, που παίρνοντας αγκαλιά τη νεράιδα, χορεύουν μαζί μέχρι το πρωί. Παραμερίζουν οι άλλες οι νεράιδες και παρακολουθούν το θάμα. Τέτοιο χορό δεν έχουν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους...
Δημήτρης Τζουβάλης
Δευτέρα 25 Απριλίου 2011
Η Νεράιδα των Ονείρων και το Χρυσό Αγόρι
Σχεδόν τη μισή ζωή μας τη ζούμε σε έναν άλλο κόσμο : Στον όμορφο και παράξενο πλανήτη των ονείρων…Εκεί που οι επιθυμίες μας χορεύουν μπροστά μας, εκεί που κολυμπάμε μέσα στις πιο βαθιές μας σκέψεις κι εκεί που ανακαλύπτουμε την άγνωστη πλευρά του εαυτού μας που αρνούμαστε να δεχτούμε. Εμείς είμαστε απλοί επισκέπτες σ’ εκείνον τον μυστήριο κόσμο. Σ’ έναν τέτοιο λοιπόν πλανήτη από τους αμέτρητους πλανήτες του ονειρικού κόσμου ζούσε μια πανέμορφη νεράιδα. Κάθε βράδυ όποιος επισκέπτης πετούσε σε εκείνον τον πλανήτη την έβλεπε να ζωγραφίζει λουλούδια, να τραγουδάει με τη φωνή του αηδονιών και να λούζεται στο φως των φεγγαριών. Υπάρχουν πολλά φεγγάρια εκεί. Κάθε λογής χρώματος , κόκκινα, λευκά , πράσινα , γαλάζια ακόμα και μωβ. Τα φεγγάρια είναι η παλέτα της νεράιδας. Εκεί ο επισκέπτης γεύεται την αγνή ευτυχία που του δίνει το χαμόγελο της . Αν ο επισκέπτης είναι παιδάκι , παίζει μαζί του κάθε λογής νεραιδοπαιχνίδια, αν πάλι είναι μεγάλος τον μαθαίνει να παίζει τα παιχνίδια που έχει ξεχάσει. Επίσης η νεράιδα αυτή δίνει ζωή σε οτιδήποτε ζωγραφίζει με τα χρώματα των φεγγαριών. Αν ζωγραφίσει λουλούδι τότε εκείνο αμέσως θα βγάλει δροσούλα και θα μοσχοβολήσει. Αν ζωγραφίσει πεταλούδα τότε εκείνη αμέσως θα πετάξει. Και στους επισκέπτες της η νεραιδούλα ζωγραφίζει τα όνειρά τους. Ξέρει μόνο μία λέξη : «χαρά», έχει μόνο έναν σκοπό: «να ζωγραφίζει τη χαρά για τον κάθε επισκέπτη της ξεχωριστά»… Μια φορά , στον αληθινό κόσμο ζούσε ένα πανέμορφο αγόρι με χρυσή καρδιά μόνο που ήταν ορφανό, φτωχό και ζούσε αβοήθητο στους δρόμους. Η ζωή του ήταν δύσκολη και σκληρή. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, όταν το πήρε ο ύπνος σε μια υγρή γωνιά του σκοτεινού δρόμου, η ψυχούλα του επισκέφτηκε τον πλανήτη της νεράιδας. Εκείνη σαν το είδε θαμπώθηκε. - Δεν έχω ξαναδεί τόσο φωτεινό αγόρι! - Θέλεις να μου πεις το όνομά σου; - Δεν έχω όνομα καλή μου νεράιδα. της απάντησε εκείνος με χαμόγελο αληθινής ευτυχίας που αντίκριζε τόσο κάλλος μπρος στα μάτια του. - Τότε θα μου επιτρέψεις να σε λέω «χρυσό αγόρι» - Χρυσό κι απένταρο, της αποκρίθηκε χαμηλώνοντας τα μάτια του. - Όχι μη κοιτάς κάτω! Θα ξυπνήσ… όχι δεν κάνει να το πω. Έχε μου εμπιστοσύνη μείνε λίγο ακόμα κι εγώ θα ζωγραφίσω όλες σου τις ευχές. Ένα άταχτο αγγελάκι του έρωτα το έσκασε απ’ τον πλανήτη του κι όπως πετούσε αντίκρισε τη νεράιδα με το χρυσό αγόρι και δεν έχασε την ευκαιρία να τους ρίξει από ένα βελάκι στον καθένα για να ερωτευτούν. Έτσι η νεράιδα του ονείρου και το αληθινό αγόρι ερωτεύτηκαν. Η νεράιδα του ζωγράφισε φτερά και μαζί πετούσαν μέσα στο ουράνιο τόξο. Του ζωγράφισε κι ένα πινέλο σαν το δικό της για να μπορεί να ζωγραφίζει κι εκείνος. Πέταξαν επίσης και στη μαμά της νεράιδας στο πλανήτη των γλυκισμάτων. Εκεί φάγανε του κόσμου τα γλυκά. Ύστερα πήγαν στο πλανήτη της αδερφής της, τον πλανήτη των παιχνιδιών. Εκεί έπαιξαν με κάθε λογής παιχνίδια που το χρυσό αγόρι δεν μπορούσε καν να φανταστεί, εφόσον τα παιχνίδια είναι πλεονέκτημα των παιδιών που έχουν γονείς και σπίτι. - Νεραιδούλα μου, μπορούμε να πάμε στο πλανήτη που ζουν οι γονείς μου; Δεν ζουν στον κόσμο των ονείρων αλλά σ’ έναν άλλο κόσμο όπου δεν μας είναι επιτρεπτό να πάμε. Λυπάμαι πολύ. - Δεν πειράζει μου αρκεί που έχω εσένα… - Στο τέλος της βραδιάς κάθισαν και οι δύο σ’ ένα φεγγαράκι που είχε το σχήμα ενός αλόγου. Αγκαλιάστηκαν και τότε το χρυσό αγόρι έδωσε ένα σκαστό φιλάκι στα τριανταφυλλένια χείλη της νεράιδας. - Σ’ αγαπάω νεραιδούλα μου. - Σ’ αγαπάω χρυσό μου αγόρι. - Μη ξυπνήσεις και φύγεις, μείνε εδώ μαζί μου να ζωγραφίζουμε παρέα τα όνειρά μας. - Δεν θέλω να φύγω, μα φοβάμαι πως αργά ή γρήγορα το κρύο θα με ξυπνήσει. - Τι μπορώ να κάνω αγαπούλα μου για να μείνω εδώ; - Πολύ φοβάμαι πως είναι απαγορευμένο αυτό… του απάντησε σκεπτική - Μα έχετε νόμους εδώ στον κόσμο των ονείρων; - Όχι δεν έχουμε νόμους μα ο κάθε αληθινός επισκέπτης βάζει στα όνειρά του τα δικά του φρένα, μόνος περιορίζει τη ψυχή του και δεν ταξιδεύει πολύ μακριά. - Μα εγώ καλή μου δεν έχω νόμους. - Δεν έχεις όμως ούτε κλειδιά… - Κλειδιά; αναρωτήθηκε - Ναι τα κλειδιά τα έχει μόνο ο Μορφέας. Αυτός αποφασίζει πότε θα κοιμηθείς και σε ποιόν κόσμο θα ταξιδέψεις. Κι αυτός αποφασίζει πότε είναι η ώρα να ξυπνήσεις. Είπε η νεράιδα και πρώτη φορά ένιωσε μια πίκρα στην ψυχή της. - Δηλαδή δεν μπορώ να σ’ αγαπάω; Δηλαδή υπάρχει περίπτωση όταν ξυπνήσω να μη σε θυμάμαι και μετά να μη σε ξαναδώ ποτέ; - Έτσι πρέπει να γίνεται. Δεν είναι στο χέρι μας να τ’ αλλάξουμε. είπε η νεράιδα και το χρυσό αγόρι εξαφανίστηκε… - «Ξύπνησε» ψιθύρισαν τα χειλάκια της που για πρώτη φορά γεύτηκαν το φιλί, «αντίο χρυσό μου αγόρι» είπε και δάκρυσαν τα ματάκια της που για πρώτη φορά τυφλώθηκαν από τα βέλη του έρωτα. Ήταν κάποτε η νεράιδα της χαράς μα τώρα τίποτα δεν την έκανε να χαμογελάσει. Κάθε βράδυ καρτερούσε να δει το χρυσό αγόρι. Κανένας πια δεν πετούσε στο πλανήτη της παρά μόνο πληγωμένες καρδούλες που της ζητούσαν απελπισμένα να τους ζωγραφίσει τη χαρά, μα εκείνη δεν μπορούσε κι έτσι έκλαιγε πλάι στις πληγωμένες καρδούλες. Έτσι περνούσαν οι μέρες ώσπου ένα βράδυ την επισκέφτηκε μια καρδούλα που είχε γιατρευτεί. - Γεια σου νεραιδούλα, της είπε. Σ’ ευχαριστώ. - Γιατί; Είπε εκείνη αδιάφορα. - Επειδή μου είπες την ιστορία σου κι έτσι αποφάσισα να πάω να γιατρευτώ. - Και πώς τα κατάφερες καρδούλα μου; τη ρώτησε και στα ματάκια της έλαμψαν σαν δύο φλόγες ελπίδας. - Τον βρήκα νεραιδούλα μου. Ποτέ πριν δεν προσπαθούσα να του δείξω την αγάπη μου μα περίμενα εκείνον. Αλλά εσύ με έκανες να καταλάβω ότι η αγάπη μπορεί να νικήσει και τα πιο απίθανα εμπόδια. Αγωνίστηκα, νίκησα και τώρα είμαι ευτυχισμένη. - « Αυτό είναι!» φώναξε η νεραιδούλα. «Θα πάω στον κόσμο των αληθινό για να τον βρω!».Ολοκλήρωσε και πέταξε να βρει τον Μορφέα. Πέταξε στο μεγάλο παλάτι και στη απαγορευμένη πύλη απ’ όπου περνάνε όσοι ονειρεύονται. Δύο αγγελούδια την οδήγησαν στον Μορφέα. - Αγαπητέ Μορφέα. Σε παρακαλώ μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου να με στείλεις στον αληθινό κόσμο να βρω το χρυσό αγόρι. - Μα καλή μου εκεί δεν είναι όπως εδώ. Εκεί υπάρχει ο πόνος, η κακία, το δύσκολο. - Κι εδώ που είμαι μόνο πόνο γεύεται η καρδούλα μου γιατί της λείπει η αγάπη της. - Μα καλά θα χαραμίσεις τον παράδεισό σου για ένα αγόρι που δεν ξέρεις καν αν σε θυμάται; Τη ρώτησε παραξενεμένος. - Δίνω τα πάντα. Εκείνος είναι η χαρά μου ακόμη κι αν θα νιώθει τον πόνο και την πείνα το κορμί μου εγώ θα είμαι χαρούμενη γιατί θα τον αγαπάω. - Καλά, εγώ σε αφήνω. Μα θυμήσου είναι δικιά σου επιλογή και δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής παρά μόνο τα βράδια που θα κοιμάσαι. Είσαι σίγουρη; - Απόλυτα. Τότε εκείνος την οδήγησε στην Πύλη και της είπε να πηδήξει και αμέσως το κοριτσάκι ξύπνησε στο δρόμο. Δεν ήταν πια νεράιδα. Δεν είχε φτερά , ούτε γονείς. Χωρίς να σκεφτεί άρχισε να τριγυρνά στους δρόμους ψάχνοντας το χρυσό αγόρι. Είδε έναν διαβάτη και τον σταμάτησε. Ήταν ένας παππούς μ’ ένα παράξενο μαύρο καπέλο. - Κύριε με τον καπέλο θα μπορούσατε να με βοηθήσετε; τον ρώτησε ευγενικά - Χμ. έκανε εκείνος. Αλλά γρήγορα γιατί βιάζομαι. - Ψάχνω να βρω το χρυσό αγόρι που μένει σ’ αυτόν τον κόσμο. Μήπως ξέρετε που είναι; - Μα καλά πλάκα μου κάνεις; τι χρυσό αγόρι και μπούρδες, πήγαινε να παίξεις με τις κούκλες σου παρά να με κοροϊδεύεις γέρο άνθρωπο. Είπε θυμωμένος και έφυγε. - «Τι παράξενος κύριος» συλλογίστηκε το κορίτσι. Και συνέχισε να ψάχνει. Αργότερα συνάντησε σε μια γωνιά του δρόμου μια χλωμή γυναίκα που φαίνονταν άρρωστη. Τη πλησίασε και τη ρώτησε: - Είσαστε καλά κυρία; - Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα…είπε με ένα ύφος εκστασιασμένο. - Μήπως είδατε το χρυσό αγόρι; - Ω χρυσό μου. Πάρε αυτό και θα το δεις. Έβγαλε ένα μπουκαλάκι από το παλτό της. - Τι είναι αυτό κυρία; - Θα μου δώσεις το χρυσό σου δαχτυλιδάκι και θα σου δώσω αυτό να πιεις για να τον δεις. - Ω…μα… αυτό το δαχτυλιδάκι ζωγράφισε το χρυσό αγόρι και είπε ότι θέλει να το φοράω πάντα. Αλλά αν στ’ αλήθεια τον συναντήσω τότε να παρ’ το. - Και το κοριτσάκι δεν είχε αντιληφθεί πως έπεσε θύμα των ναρκωτικών από μια κλέφτρα γυναίκα που έφυγε και τη παράτησε λιπόθυμη στο βρώμικο πεζοδρόμιο. Για καλή της τύχη τη βρήκε ένας περαστικός που έτυχε να είναι παιδίατρος και τη μετέφερε στην κλινική του. - Όταν ένα πρωινό το κοριτσάκι άνοιξε τα ματάκια της βρίσκονταν σε ένα όμορφο δωμάτιο, ξαπλωμένη σ’ ένα μαλακό κρεβάτι και πολλά παιχνίδια. Σε λίγο μπήκε μέσα κι ο γιατρός. - Α σύνηλθες καλή μου. Πώς νιώθεις; - Πού βρίσκομαι; Πίσω στο κόσμο των ονείρων; - Κόσμο των ονείρων; Πρέπει να ξεκουραστείς, της είπε γελώντας σιγανά. Βρίσκεσαι στο δωμάτιο του γιου μου. είπε κι ένα δάκρυ κύλισε στα μάτια του. - Και πού είναι τώρα; - Σε κάποιον άλλο κόσμο. Κάπου ψηλά στους ουρανούς. Αλλά τι σου λέω τώρα. Πες μου τ’ όνομά σου και που βρίσκονται οι δικοί σου για να τους καλέσω. - Με λένε νεράιδα της χαράς, η μαμά μου είναι η νεράιδα των γλυκών, ο μπαμπάς ο βασιλιάς των λουλουδιών και η αδερφή μου νεράιδα των παιχνιδιών. Μένω στον κόσμο των ονείρων, στο πλανήτη της χαράς. - Αχ αγγελούδι μου, δεν ξέρω από πιο παράδεισο έπεσες μα θα σ’ αφήσω να ξεκουραστείς. Εγώ τώρα πάω στη δουλειά μου, όταν νιώσεις καλύτερα σου έχω ετοιμάσει φαγητό στο τραπέζι της κουζίνας. Φάε καλά αγγελούδι μου για να δυναμώσεις και ίσως καταφέρεις να θυμηθείς, είπε και έφυγε. «Τι παράξενος κόσμος» παρατήρησε το κοριτσάκι . Πήγε στη κουζίνα όπως της είπε ο γιατρός και έφαγε το πρωινό που της ετοίμασε. Ύστερα εξερεύνησε το σπίτι . Τη προσοχή της τράβηξε ένα πινέλο. «Ω ναι πως είναι δυνατόν να το ξέχασα. Πρέπει να περιμένω το γιατρό να τον ρωτήσω αν ξέρει το χρυσό αγόρι, μα επειδή θα δυσκολευτώ να περιγράψω τη μορφή του λέω να τον ζωγραφίσω.» Έτσι πήρε ένα χαρτί, το πινέλο και τη παλέτα και ζωγράφισε το χρυσό αγόρι. Η ζωγραφιά της δεν έμοιαζε με ζωγραφιά παιδιού. Ήταν τέλεια. Μα λυπήθηκε πως δεν ζωντάνεψε όπως οι πεταλούδες που κάποτε ζωγράφιζε. Όταν τελείωσε πήγε πίσω στο κρεβατάκι κι αποκοιμήθηκε. - Όταν ο γιατρός γύρισε σπίτι εκείνο που αμέσως του τράβηξε τη προσοχή ήταν η ζωγραφιά. Ταράχτηκε τόσο που παραλίγο να σκοντάψει και να πέσει. Την άρπαξε και ξύπνησε το κοριτσάκι. - Πες μου που το βρήκες αυτό; - Το ζωγράφισα. - Μα, δεν είναι δυνατόν. Και πώς σου ήρθε αυτό το πρόσωπο; - Είναι το χρυσό αγόρι… - Το χρυσό αγόρι! Μα αυτός είναι ο γιος μου ! Που πέθανε πριν από δύο χρόνια! - Μα δεν γίνεται αυτό αφού εγώ τον είδα; - Τον είδες!!! Πού, πώς, πότε; ο γιατρός φαίνονταν πολύ ταραγμένος. - Στον κόσμο των ονείρων… - Α, καλά, είπα κι εγώ. - Γι αυτόν ήθελα να σας ρωτήσω. Αυτόν ψάχνω να βρω. - Κοριτσάκι μου, ήταν μόνο ένα όνειρο. προσπάθησε να την καθησυχάσει. - Μα, αν δεν ήταν εδώ δεν θα είχα λόγω να κατέβω να τον ψάξω. Όμως μου είπε πως δεν είχε γονείς ούτε όνομα έτσι εγώ τον ονόμασα χρυσό αγόρι. - Ώστε επιμένεις πως τον είδες στα αλήθεια! - Μα πείτε μου τι ακριβώς σημαίνει; Μήπως έχω πεθάνει; - Όχι, όχι. Τι είναι αυτά που λες. - Άρα είμαι στο σωστό κόσμο, ανακουφίστηκε. - Λοιπόν αν θες να μάθεις θα σου πω όλη την ιστορία. Ήμασταν μια ευτυχισμένη οικογένεια μέχρι εγώ και η μαμά του να χωρίσουμε. Κι εκείνο το βράδυ όπως εκείνη οδηγούσε απερίσκεπτα το αμάξι μαζί με το αγγελούδι μας μια απροσεξία, και το αμάξι κατρακύλησε και έπεσε μέσα σε βάλτο. Το συνεργείο τη βρήκε μετά από ώρα το αμάξι να έχει βουλιάξει σχεδόν όλο, τη μητέρα να έχει ξεψυχήσει από ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι κατά τη πτώση , τη πόρτα που κάθονταν ο γιος μου ανοιχτή και το κορμάκι του δεν βρέθηκε ποτέ και όλοι υποθέσαμε ότι πνίγηκε σταμάτησε καθώς η φωνή του είχε κλείσει από τη λαχτάρα που αναπολούσε. - Τότε θα πάμε να τον βρούμε, έτσι δεν είναι; είναι μόνος του και… - Φτάνει, τη διέκοψε απότομα κι έφυγε στο δωμάτιό του. - Το κοριτσάκι αποκοιμήθηκε και στο όνειρο είδε τον Μορφέα. Της είπε ότι το χρυσό αγόρι τώρα ονειρεύεται και πετάει κάπου στον κόσμο των ονείρων. Τη παρακίνησε να ψάξει να τον βρει και να τον ρωτήσει που βρίσκεται το κορμί του. Το πρώτο μέρος όπου σκέφτηκε να πάει ήταν ο πλανήτης της. Όταν έφτασε τον είδε έρημο και θλιβερό καθώς δεν υπήρχε κανένας να το φροντίζει και να του δίνει ζωή. Όμως ένα φως το ομόρφυνε, το φως του χρυσού αγοριού! - Νεράιδα μου. Τι σου συμβαίνει; πού πήγαν τα φτερά σου; πώς ερήμωσε ο παραδεισένιος πλανήτης σου; Τη ρώτησε - Δεν είμαι πια νεράιδα των ονείρων , έγινα κορίτσι, βρήκα τον μπαμπά σου και τώρα ψάχνω να σε βρω. Πες μου καλέ μου πού είσαι; είπε και γκρεμίστηκε στην αγκαλιά του. - Οδός ονείρων –34. Εκεί κοιμάμαι απόψε. - Μείνε εκεί… - Κάποτε μου έλεγες μείνε εδώ… Τώρα γιατί βιάζεσαι να φύγεις; - Από τότε που σε έχασα τα όνειρά μου δεν έχουν χρώματα. - Τότε πάρε το πινέλο που μου ζωγράφισες. Κράτησε το χέρι της και έβαλε μέσα στην παλάμη της το μαγικό πινέλο. - Είναι ανώφελο. Δεν είμαι πια νεράιδα. - Έχεις όμως ακόμα όνειρα… Τι περιμένεις ζωγράφισε τα. - Τότε εκείνη πήρε το πινέλο και ζωγράφισε το σπίτι του γιατρού και το παιδικό δωμάτιο με το μαλακό κρεβάτι και τα πολλά παιχνίδια. - Θυμάσαι τώρα; - Μου φαίνεται τόσο γνωστό αυτό που ζωγράφισες... - Είναι το δωμάτιό σου. Μείνει εκεί που είσαι και θα ‘ρθω να σε βρω. είπε και ξύπνησε. - Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι έτρεξε στο γιατρό. - Οδός ονείρων –34. Εκεί είναι το χρυσό αγόρι. - Μα… δίστασε ο γιατρός - Σε παρακαλώ πρέπει να με πιστέψεις. - Έτσι πήραν το αυτοκίνητο και πήγαν στην οδό Ονείρων 34 κι εκεί βρήκαν το αγόρι να κοιμάται στα βρώμικα σοκάκια. - «Γιέ μου» έτρεξε ο γιατρός και τον αγκάλιασε. Το αγόρι όμως δεν θυμόταν . Τη μέρα του ατυχήματος έπαθε αμνησία. Το μόνο που θυμόταν ήταν μια νεράιδα που το έβγαλε από το βάλτο. Ούτε το κορίτσι το θυμόταν γιατί σπάνια θυμόμαστε τα όνειρά μας .Παρ όλο αυτά χάρηκε που βρήκε μια οικογένεια. κι έτσι έζησαν καλά στο ζεστό παράδεισο της οικογένειας κι εμείς καλύτερα. Πηγή: whitetiger http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&sid=1498#ixzz1DrcvAdKq
Παρασκευή 22 Απριλίου 2011
My fairy name is Fruitpip Rainbowwand
Η μικρή νεράιδα
Μια φορά και έναν καιρό, στη μέση ενός μεγάλου δάσους, όπου ο χειμώνας είχε απλώσει τα παγοκρύσταλλά του, υπήρχε μια γαλάζια λίμνη. Στο βυθό είχε το χρυσό της παλάτι μια μικρή νεράιδα. Αυτή η νεράιδα είχε δυο αδέλφια. Τον Ήλιο και το Φεγγάρι. Κάθε πρωί μόλις ο Ήλιος έστελνε τις ζεστές του ακτίνες ζέσταινε τα νερά τις λίμνης, ένας παφλασμός ακουγόταν και από το άφρισμά του ξεπρόβαλλε πάντα η Ροδούλα έτσι έλεγαν την μικρή νεράιδα). Η Ροδούλα καθόταν στην άκρη της γαλάζιας λίμνης και κρατώντας την παλιά της κιθάρα σιγοτραγουδούσε για τον Βασιλιά της θάλασσας, για τα καράβια που ταξίδευαν στους Ωκεανούς, για τους ψαράδες με τα χιλιομπαλωμένα δίχτυα και για την θάλασσα την γλυκοθάλασσα την ανθρωποπλανεύτρα.
Σαν έφτανε όμως το βράδυ έπρεπε να χαιρετίσει και τον άλλο της αδελφό. Το Φεγγάρι. Ντυνόταν στα λευκά, κρέμαγε στο λαιμό της τον κοραλλένιο της κολιέ και ξανάπαιρνε την παλιά της κιθάρα αρχίζοντας πάλι ένα άλλο τραγούδι για τα αστέρια που στόλιζαν το βράδυ τον ουρανό, για τα ζωάκια που κουρνιάζουν στις κουφάλες των δέντρων για να κοιμηθούν για την γλυκιά ηρεμία και την γαλήνη που αξίζει να την μοιράζεσαι με κάποιον.
Κάποτε τα ζωάκια του δάσους σκέφτηκαν να πάνε περίπατο στην γαλάζια λίμνη. Πήραν τα σακίδιά τους και ξεκίνησαν τραγουδώντας. Σαν έφτασαν είδαν την Ροδούλα να κάθεται στην άκρη της λίμνης, κρατώντας ένα κάτασπρο πουλάκι με δυο χρυσά φτερά. Τα ζωάκια καλημέρισαν την Ροδούλα κι άρχισαν να παίζουν. Τότε έγινε κάτι απίστευτο. Το πουλάκι με τα χρυσά φτερά άρχισε να μιλά με ανθρώπινη φωνή στην μικρή νεράιδα λέγοντας:
«Ροδούλα, στο κέντρο της λίμνης, αν κατεβείς, τύχη σε περιμένει και μην αντισταθείς»
Εκείνη απορημένη κοίταξε το πουλάκι κι εκείνο χάθηκε στο δάσος. Αποχαιρέτησε τα ζωάκια και δίνοντας μια βουτιά η μικρή νεράιδα κατέβηκε στο κέντρο της λίμνης όπως της είχε πει το πουλάκι. Εκεί τι να δει! Το χρυσό της παλάτι γεμάτο υπηρέτες, αξιωματικούς, αυλικούς και πάνω στο θρόνο της οι δυο χρυσές φτερούγες από το κάτασπρο πουλάκι! Ο Ήλιος και το Φεγγάρι, τα αδέλφια της υποκλίθηκαν στο πέρασμά της, εκείνη προχώρησε στο θρόνο, έπιασε τις φτερούγες, τις φίλησε και μονομιάς ένα λαμπερό φως πλημμύρισε το παλάτι ολόκληρο. Μέσα από το φως φανερώθηκε ένα πανέμορφο βασιλόπουλο που πλησίασε την Ροδούλα και στάθηκε μπροστά της.
- Ευχαριστώ Ροδούλα, είπε και της φίλησε τα χέρια. Έλυσες τα μάγια του κακού πνεύματος της λίμνης που νόμιζε ότι θα σε έκανε γυναίκα του. Εγώ του αντιστάθηκα και του είπα πως είσαι δική μου. Τότε με μεταμόρφωσε σε πουλί με χρυσά φτερά και θα έπαιρνα την ανθρώπινη μορφή μου μόνο αν φιλούσες τα φτερά μου και δεν τα πέταγες για να καθίσεις στον θρόνο σου.
Έτσι το βασιλόπουλο παντρεύτηκε την μικρή νεράιδα έφτιαξαν ένα δοξασμένο βασίλειο και ζούσαν ευτυχισμένοι κυβερνώντας δίκαια τον λαό.
Ο Ήλιος κάθε μέρα έστελνε τις ζεστές του χαμογελαστές καλημέρες του, και το Φεγγάρι το ασημένιο του φως που ακουμπούσε το μαξιλάρι τους όταν το βράδυ γλυκά γλυκά πηγαίνανε να κοιμηθούν.
Από τότε κανείς δεν ξαναείδε την γαλάζια λίμνη κι έχουν να λένε πως κάποτε κάποτε βλέπουν να περπατά στο σημείο εκείνο μια μικρή νεράιδα κρατώντας μια παλιά κιθάρα που σιγοτραγουδά. Λένε ακόμα πως όποιος ακούσει το τραγούδι της νοιώθει μια αγάπη που δεν γιατρεύεται ποτέ.
Παραμύθι με νεράϊδες
Δίδαγμα Ζωής
Κάποτε πριν πολλά χρόνια ζούσε ένα αγόρι τόσο ευαίσθητο και καλόκαρδο που μια μάγισσα θύμωσε τόσο μαζί του που αποφάσισε να του στείλει τη νεράιδα του Σκότους για να το πάρει με το μέρος της.
Μια νύχτα που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, πήγε η Μαύρη νεράιδα στο σπίτι του νέου. Σύρθηκε κρυφά μες τους ίσκιους και τρύπωσε στο δωμάτιό του. Το παλικάρι κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια. Έβλεπε ένα όμορφο όνειρο και χαμογελούσε.
Η νεράιδα πλησίασε αθόρυβα, κοίταξε το γαλήνιο βλέμμα του και ζήλεψε που ένας θνητός μπορούσε να νοιώθει τόση ηρεμία την ώρα που κοιμόταν. Έβγαλε το μαύρο πουγκί που είχε πάντοτε κάτω από τον μεταξωτό της μανδύα, και του έριξε στο στόμα λίγες σταγόνες. Λίγες σταγόνες από το φίλτρο της Λησμονιάς. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της και έφυγε γελώντας.
Όταν ξύπνησε ο νέος το πρωί, δεν θυμόταν ποιος ήταν. Δεν θυμόταν τι ήταν. Βγήκε στο δρόμο, περιπλανιόταν σαν χαμένος, κοίταζε γύρω του σαν να έβλεπε τα πάντα για πρώτη φορά. Τότε πετάχτηκε μπροστά του η νεράιδα με τα μαύρα, του χαμογέλασε, και το χλωμό της πρόσωπο έλαμψε.
Πόσο όμορφη του φάνηκε!Ψιλόλιγνη και λυγερή με τα μεγάλα της μάτια να κοιτούν κατευθείαν στην ψυχή του. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό και το χαμόγελό της θλιμμένο, μα γι αυτόν είχε την λάμψη του Ήλιου.Ήταν το πιο όμορφο βλέμμα που είχε δει ποτέ!
Σαν υπνωτισμένος την ακολούθησε. Ο κόσμος έβλεπε τον νέο να ακολουθεί τη μαυροφορεμένη γυναίκα χωρίς να κοιτάει τίποτα άλλο, χωρίς να ρίχνει ένα βλέμμα πουθενά αλλού, παρά μόνο στη μορφή που προχωρούσε εμπρός του κι απορούσε:
"Μα καλά, δεν βλέπει που πηγαίνει; Δεν καταλαβαίνει ότι ακολουθεί τη Μαύρη νεράιδα; Θα τον οδηγήσει στο χαμό του!"
Κανείς όμως δεν του έλεγε τίποτα.Κανείς δεν τον έπιασε από τους ώμους να τον συνεφέρει. Όλοι κοιτούσαν και λυπόνταν. Η ζωή συνεχίζεται, τι κι αν ένας ακόμα νέος έπεφτε στα αδηφάγα χέρια μιας Μαύρης νεράιδας.... Καλό θέμα συζήτησης, μα μέχρι εκεί. Ό,τι δεν μας αγγίζει, δεν μας αφορά. Μέχρι να μας αγγίξει...
Μόνο τότε ασχολούμαστε, μόνο τότε φωνάζουμε και διαμαρτυρόμαστε γιατί κανείς δεν είπε κάτι, γιατί κανείς δεν μας ξύπνησε από το λήθαργο... Ο νέος την ακολουθούσε ολόκληρη τη Μέρα. Ο Ήλιος άρχιζε την κάθοδό του κουρασμένος πια, όταν εκείνοι, έφτασαν σε μια λίμνη.
Ήταν μια όμορφη λίμνη γεμάτη με νούφαρα που επέπλεαν επάνω στα πράσινα νερά της. Καλαμιές σκέπαζαν τη μία της πλευρά, και θάμνοι θεόρατοι, την άλλη. Τα δένδρα ήταν ψηλά και έκρυβαν το φως του Ήλιου. Η υγρασία δημιουργούσε καπνό που αναδυόταν αργά προς τον ουρανό. Φωνές πουλιών και πετάγματα εντόμων δεν ακούγονταν πουθενά. Μια απίστευτη ησυχία πλανίοταν γύρω.
Μια νύχτα που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, πήγε η Μαύρη νεράιδα στο σπίτι του νέου. Σύρθηκε κρυφά μες τους ίσκιους και τρύπωσε στο δωμάτιό του. Το παλικάρι κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια. Έβλεπε ένα όμορφο όνειρο και χαμογελούσε.
Η νεράιδα πλησίασε αθόρυβα, κοίταξε το γαλήνιο βλέμμα του και ζήλεψε που ένας θνητός μπορούσε να νοιώθει τόση ηρεμία την ώρα που κοιμόταν. Έβγαλε το μαύρο πουγκί που είχε πάντοτε κάτω από τον μεταξωτό της μανδύα, και του έριξε στο στόμα λίγες σταγόνες. Λίγες σταγόνες από το φίλτρο της Λησμονιάς. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της και έφυγε γελώντας.
Όταν ξύπνησε ο νέος το πρωί, δεν θυμόταν ποιος ήταν. Δεν θυμόταν τι ήταν. Βγήκε στο δρόμο, περιπλανιόταν σαν χαμένος, κοίταζε γύρω του σαν να έβλεπε τα πάντα για πρώτη φορά. Τότε πετάχτηκε μπροστά του η νεράιδα με τα μαύρα, του χαμογέλασε, και το χλωμό της πρόσωπο έλαμψε.
Πόσο όμορφη του φάνηκε!Ψιλόλιγνη και λυγερή με τα μεγάλα της μάτια να κοιτούν κατευθείαν στην ψυχή του. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό και το χαμόγελό της θλιμμένο, μα γι αυτόν είχε την λάμψη του Ήλιου.Ήταν το πιο όμορφο βλέμμα που είχε δει ποτέ!
Σαν υπνωτισμένος την ακολούθησε. Ο κόσμος έβλεπε τον νέο να ακολουθεί τη μαυροφορεμένη γυναίκα χωρίς να κοιτάει τίποτα άλλο, χωρίς να ρίχνει ένα βλέμμα πουθενά αλλού, παρά μόνο στη μορφή που προχωρούσε εμπρός του κι απορούσε:
"Μα καλά, δεν βλέπει που πηγαίνει; Δεν καταλαβαίνει ότι ακολουθεί τη Μαύρη νεράιδα; Θα τον οδηγήσει στο χαμό του!"
Κανείς όμως δεν του έλεγε τίποτα.Κανείς δεν τον έπιασε από τους ώμους να τον συνεφέρει. Όλοι κοιτούσαν και λυπόνταν. Η ζωή συνεχίζεται, τι κι αν ένας ακόμα νέος έπεφτε στα αδηφάγα χέρια μιας Μαύρης νεράιδας.... Καλό θέμα συζήτησης, μα μέχρι εκεί. Ό,τι δεν μας αγγίζει, δεν μας αφορά. Μέχρι να μας αγγίξει...
Μόνο τότε ασχολούμαστε, μόνο τότε φωνάζουμε και διαμαρτυρόμαστε γιατί κανείς δεν είπε κάτι, γιατί κανείς δεν μας ξύπνησε από το λήθαργο... Ο νέος την ακολουθούσε ολόκληρη τη Μέρα. Ο Ήλιος άρχιζε την κάθοδό του κουρασμένος πια, όταν εκείνοι, έφτασαν σε μια λίμνη.
Ήταν μια όμορφη λίμνη γεμάτη με νούφαρα που επέπλεαν επάνω στα πράσινα νερά της. Καλαμιές σκέπαζαν τη μία της πλευρά, και θάμνοι θεόρατοι, την άλλη. Τα δένδρα ήταν ψηλά και έκρυβαν το φως του Ήλιου. Η υγρασία δημιουργούσε καπνό που αναδυόταν αργά προς τον ουρανό. Φωνές πουλιών και πετάγματα εντόμων δεν ακούγονταν πουθενά. Μια απίστευτη ησυχία πλανίοταν γύρω.
Εκεί σταμάτησε η νεράιδα.Γύρισε τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και του έγνεψε να πλησιάσει. Σαν να ξύπνησε από το λήθαργο ο νέος, κοίταξε τρομαγμένος γύρω του.
"-Που είμαι;" ψέλλισε.
-"Εδώ μαζί μου..." του είπε η νεράιδα. "Εδώ είναι το σπίτι σου, μαζί μου."
Πέταξε το μανδύα και του έπιασε το χέρι.
"-Έλα, έλα να βουτήξουμε στο νερό. Είναι δροσερά και όμορφα."
Θαμπώθηκε από την ομορφιά του κορμιού της. Ήταν σφιχτό και γεμάτο καμπύλες. Την ακολούθησε υπνωτισμένος. Βούτηξαν στα νερά κι άρχισαν να παίζουν. Έρχονταν όλο και πιο κοντά, οι ανάσες μπερδεύονταν, λαχάνιαζαν. Τα χάδια τους έγιναν πιο τρυφερά.
Η καρδιά του νέου άρχισε να χτυπά δυνατά.
-"Πόσο τυχερός είμαι...." σκέφτηκε. Αλήθεια, πόσο μεγάλη τύχη ήταν να γνωρίσω ξαφνικά μια τόσο όμορφη γυναίκα....!"
Οι μέρες κυλούσαν με χάδια και φιλιά. Ο νέος ένοιωθε ευτυχισμένος εκεί. Μέσα στο συνεχές μισοσκόταδο ανακάλυπτε πράγματα που δεν είχε ποτέ φανταστεί. Ο καιρός όμως περνούσε, και η νεράιδα άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν τον άφηνε πλέον να την αγγίζει όπως πριν.Δεν τον άγγιζε ποτέ. Δεν τον φώναζε κοντά της. Καθόταν μόνη σε ένα βραχάκι, και χανόταν μέσα στις σκέψεις της.
Τότε εμφανίστηκε η μάγισσα. Ήρθε ξαφνικά μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο. Κάτι είπε στη νεράιδα και αυτή τον κοίταξε με βλέμμα λυπημένο. Ανέβηκε στο σύννεφο και πέταξε μακριά μαζί της.
Ο νέος έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε. Τι είχε κάνει;
"Δεν μπορεί, θα ξαναγυρίσει... Δεν μπορεί να φύγει έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη..." Περίμενε εκεί....
Περνούσαν οι εβδομάδες και ο νέος έστεκε πάντα δίπλα στη λίμνη. Οι μέρες έσερναν τις ώρες τους αργά, βασανιστικά. Κοιτούσε πάντοτε ψηλά, στον ουρανό. Κάθε φορά που έβλεπε ένα μαύρο σύννεφο να πλησιάζει σπρωγμένο από τον άνεμο, αναθαρρούσε.
Η καρδιά του πετάριζε. Περίμενε το σύννεφο να φέρει τη νεράιδά του πίσω. Εκείνο έφερνε όμως μόνο βροχή. Η νεράιδα δεν ξαναγύρισε ποτέ.Καθόταν στην άκρη της λίμνης και αναρωτιόταν
"Γιατί;"
"-Που είμαι;" ψέλλισε.
-"Εδώ μαζί μου..." του είπε η νεράιδα. "Εδώ είναι το σπίτι σου, μαζί μου."
Πέταξε το μανδύα και του έπιασε το χέρι.
"-Έλα, έλα να βουτήξουμε στο νερό. Είναι δροσερά και όμορφα."
Θαμπώθηκε από την ομορφιά του κορμιού της. Ήταν σφιχτό και γεμάτο καμπύλες. Την ακολούθησε υπνωτισμένος. Βούτηξαν στα νερά κι άρχισαν να παίζουν. Έρχονταν όλο και πιο κοντά, οι ανάσες μπερδεύονταν, λαχάνιαζαν. Τα χάδια τους έγιναν πιο τρυφερά.
Η καρδιά του νέου άρχισε να χτυπά δυνατά.
-"Πόσο τυχερός είμαι...." σκέφτηκε. Αλήθεια, πόσο μεγάλη τύχη ήταν να γνωρίσω ξαφνικά μια τόσο όμορφη γυναίκα....!"
Οι μέρες κυλούσαν με χάδια και φιλιά. Ο νέος ένοιωθε ευτυχισμένος εκεί. Μέσα στο συνεχές μισοσκόταδο ανακάλυπτε πράγματα που δεν είχε ποτέ φανταστεί. Ο καιρός όμως περνούσε, και η νεράιδα άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν τον άφηνε πλέον να την αγγίζει όπως πριν.Δεν τον άγγιζε ποτέ. Δεν τον φώναζε κοντά της. Καθόταν μόνη σε ένα βραχάκι, και χανόταν μέσα στις σκέψεις της.
Τότε εμφανίστηκε η μάγισσα. Ήρθε ξαφνικά μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο. Κάτι είπε στη νεράιδα και αυτή τον κοίταξε με βλέμμα λυπημένο. Ανέβηκε στο σύννεφο και πέταξε μακριά μαζί της.
Ο νέος έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε. Τι είχε κάνει;
"Δεν μπορεί, θα ξαναγυρίσει... Δεν μπορεί να φύγει έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη..." Περίμενε εκεί....
Περνούσαν οι εβδομάδες και ο νέος έστεκε πάντα δίπλα στη λίμνη. Οι μέρες έσερναν τις ώρες τους αργά, βασανιστικά. Κοιτούσε πάντοτε ψηλά, στον ουρανό. Κάθε φορά που έβλεπε ένα μαύρο σύννεφο να πλησιάζει σπρωγμένο από τον άνεμο, αναθαρρούσε.
Η καρδιά του πετάριζε. Περίμενε το σύννεφο να φέρει τη νεράιδά του πίσω. Εκείνο έφερνε όμως μόνο βροχή. Η νεράιδα δεν ξαναγύρισε ποτέ.Καθόταν στην άκρη της λίμνης και αναρωτιόταν
"Γιατί;"
Καμία απάντηση από πουθενά... Η μάγισσα μόνο πέρναγε καβάλα στο σύννεφό της και γέλαγε χαιρέκακα.
-"Τώρα να σε δω θνητέ, που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου.... Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Έτσι είναι πάντα... Έτσι θα γίνεται πάντα... Όλοι σας χρειάζεστε μια πλάνη, μία σκιά να βαραίνει τα μάτια για να καταλάβετε, να σταματήσετε να είστε ευτυχισμένοι".
Μήνες ολόκληρους τον κοίταζε και γελούσε. Τον έβλεπε να μαραζώνει και η καρδιά της ευφραινόταν. Μέχρι που κάποια στιγμή πέρασε πάνω από τη λίμνη η μάγισσα με το λευκό σύννεφο. Είδε ο νέος το σύννεφο που κατέβαινε και άρχισε να τρέχει προς τα εκεί.
Ένα τεράστιο χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά και το πρόσωπό του έλαμψε. Όμως στο σύννεφο ήταν μόνο μια μάγισσα που το κοίταζε με λύπη.
"-Τι κάνεις εδώ πέρα μόνος σου; Ποιος είσαι;"
"-Εγώ περιμένω την αγαπημένη μου να έρθει πάλι στη λίμνη μας. Την ξέρεις; Φοράει ένα μαύρο μανδύα και είναι πολύ όμορφη. Έχει ένα θλιμμένο χαμόγελο... Έφυγε μια μέρα με ένα μαύρο σύννεφο και δεν ξαναγύρισε."
Η μάγισσα κατάλαβε..
-"Έλα" του είπε... "Έλα να σου πω...."
-"Τι μπορείς να μου πεις εσύ μάγισσα; Που είναι η αγαπημένη μου;"
-"Έλα να σου δείξω."
Ανέβηκε ο νέος στο σύννεφο και πέταξε μαζί με τη μάγισσα πάνω από βουνά και πεδιάδες. Έφτασαν σε ένα δάσος σκοτεινό όσο και η λίμνη του. Εκεί υπήρχαν δύο σκιές που πήδαγαν από βράχο σε βράχο. Γέλια αντηχούσαν και κραυγές. Αναγνώρισε τη φωνή της...Μα που ήταν; Τι έκανε εκεί;"-Γιατί;;;" ρώτησε τη μάγισσα.
-"Δεν υπάρχει γιατί. Έτσι είναι ο κόσμος. Έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει για πάντα. Δεν χωράει καλοσύνη και γαλήνη μέσα του. Πρέπει να υπάρχουν σκιές παντού."
-"Γιατί όμως; Ποιον πειράζει αν όλα είναι φωτεινά; Αν υπάρχει παντού χαρά και αγάπη;"
Η μάγισσα δεν του απάντησε. Τον κοίταξε μόνο και κούνησε το κεφάλι της.
-"Δεν κατάλαβες ακόμα; Ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις ότι τα ωραία πράγματα πρέπει να κρατούν για λίγο; Τι θα ήταν η ζωή σας αν παντού βασίλευε η ευτυχία; Ποιος θα μπορούσε να αντέξει αν όλα ήταν γύρω του όμορφα και εύκολα; Πως θα μπορούσες να κοιμηθείς, να ονειρευτείς εάν όλα είναι λουσμένα στο φως; Πως θα μπορούσες να νοιώσεις την χαρά της ηρεμίας αν ήσουν πάντα ήρεμος";
"Βλέπεις παλικάρι μου, ακόμα κι ο Ήλιος, δύει τη μισή μέρα. Παραχωρεί το θρόνο του στο βασίλειο των Σκιών. Μέσα εκεί ζει ο Έρωτας. Το υπέρτατο συναίσθημα ανήκει στη Νύχτα. Ανήκει στις Σκιές."
Ο νέος κατάλαβε.
-"Όλα είναι μία αντίφαση. Η ευτυχία είναι ένα Όνειρο που κρατάει για λίγο. Είναι μια Στιγμή που τη ζούμε για να μας λείψει. Τότε καταλαβαίνουμε την αξία της. Τότε νοιώθουμε."
-"Έλα πάμε πάλι πίσω. Εκεί στην πόλη από όπου ξεκίνησες. Τώρα ξέρεις. Τώρα μπορείς να ζήσεις κι εσύ σαν Άνθρωπος.
-"Ναι, τώρα πόνεσα. Έμαθα. "
-"Όχι ακόμα. Αλλά τώρα, μπορεί να μάθεις κάποτε." ... είπε η μάγισσα και γύρισε το σύννεφο πάλι στον ουρανό.
Η μέρα χάραζε και ο ορίζοντας ρόδιζε στο βάθος. Ένα ουράνιο τόξο σημάδευε το τέλος της μπόρας κάπου μακριά. Ο Ήλιος κόκκινος, σκορπούσε το φως του παντού. Μια ακτίνα ζέστανε το πρόσωπο του νέου. Έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύτηκε τη νεράιδά του.
Τι κι αν ήταν Μαύρη; Ήταν δικιά του, έστω και για μία στιγμή...
-"Σε ευχαριστώ Μαύρη νεράιδα" φώναξε. "Σε ευχαριστώ που με έμαθες να νοιώθω. Με έμαθες ότι όλα είναι περαστικά."
-"Πάμε... Ο κόσμος είναι γεμάτος νεράιδες. Ήρθε η ώρα να ψάξεις τη Λευκή νεράιδα. Είναι κάπου εκεί έξω και σε περιμένει" ....
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)