Μια φορά και έναν καιρό, στη μέση ενός μεγάλου δάσους, όπου ο χειμώνας είχε απλώσει τα παγοκρύσταλλά του, υπήρχε μια γαλάζια λίμνη. Στο βυθό είχε το χρυσό της παλάτι μια μικρή νεράιδα. Αυτή η νεράιδα είχε δυο αδέλφια. Τον Ήλιο και το Φεγγάρι. Κάθε πρωί μόλις ο Ήλιος έστελνε τις ζεστές του ακτίνες ζέσταινε τα νερά τις λίμνης, ένας παφλασμός ακουγόταν και από το άφρισμά του ξεπρόβαλλε πάντα η Ροδούλα έτσι έλεγαν την μικρή νεράιδα). Η Ροδούλα καθόταν στην άκρη της γαλάζιας λίμνης και κρατώντας την παλιά της κιθάρα σιγοτραγουδούσε για τον Βασιλιά της θάλασσας, για τα καράβια που ταξίδευαν στους Ωκεανούς, για τους ψαράδες με τα χιλιομπαλωμένα δίχτυα και για την θάλασσα την γλυκοθάλασσα την ανθρωποπλανεύτρα.
Σαν έφτανε όμως το βράδυ έπρεπε να χαιρετίσει και τον άλλο της αδελφό. Το Φεγγάρι. Ντυνόταν στα λευκά, κρέμαγε στο λαιμό της τον κοραλλένιο της κολιέ και ξανάπαιρνε την παλιά της κιθάρα αρχίζοντας πάλι ένα άλλο τραγούδι για τα αστέρια που στόλιζαν το βράδυ τον ουρανό, για τα ζωάκια που κουρνιάζουν στις κουφάλες των δέντρων για να κοιμηθούν για την γλυκιά ηρεμία και την γαλήνη που αξίζει να την μοιράζεσαι με κάποιον.
Κάποτε τα ζωάκια του δάσους σκέφτηκαν να πάνε περίπατο στην γαλάζια λίμνη. Πήραν τα σακίδιά τους και ξεκίνησαν τραγουδώντας. Σαν έφτασαν είδαν την Ροδούλα να κάθεται στην άκρη της λίμνης, κρατώντας ένα κάτασπρο πουλάκι με δυο χρυσά φτερά. Τα ζωάκια καλημέρισαν την Ροδούλα κι άρχισαν να παίζουν. Τότε έγινε κάτι απίστευτο. Το πουλάκι με τα χρυσά φτερά άρχισε να μιλά με ανθρώπινη φωνή στην μικρή νεράιδα λέγοντας:
«Ροδούλα, στο κέντρο της λίμνης, αν κατεβείς, τύχη σε περιμένει και μην αντισταθείς»
Εκείνη απορημένη κοίταξε το πουλάκι κι εκείνο χάθηκε στο δάσος. Αποχαιρέτησε τα ζωάκια και δίνοντας μια βουτιά η μικρή νεράιδα κατέβηκε στο κέντρο της λίμνης όπως της είχε πει το πουλάκι. Εκεί τι να δει! Το χρυσό της παλάτι γεμάτο υπηρέτες, αξιωματικούς, αυλικούς και πάνω στο θρόνο της οι δυο χρυσές φτερούγες από το κάτασπρο πουλάκι! Ο Ήλιος και το Φεγγάρι, τα αδέλφια της υποκλίθηκαν στο πέρασμά της, εκείνη προχώρησε στο θρόνο, έπιασε τις φτερούγες, τις φίλησε και μονομιάς ένα λαμπερό φως πλημμύρισε το παλάτι ολόκληρο. Μέσα από το φως φανερώθηκε ένα πανέμορφο βασιλόπουλο που πλησίασε την Ροδούλα και στάθηκε μπροστά της.
- Ευχαριστώ Ροδούλα, είπε και της φίλησε τα χέρια. Έλυσες τα μάγια του κακού πνεύματος της λίμνης που νόμιζε ότι θα σε έκανε γυναίκα του. Εγώ του αντιστάθηκα και του είπα πως είσαι δική μου. Τότε με μεταμόρφωσε σε πουλί με χρυσά φτερά και θα έπαιρνα την ανθρώπινη μορφή μου μόνο αν φιλούσες τα φτερά μου και δεν τα πέταγες για να καθίσεις στον θρόνο σου.
Έτσι το βασιλόπουλο παντρεύτηκε την μικρή νεράιδα έφτιαξαν ένα δοξασμένο βασίλειο και ζούσαν ευτυχισμένοι κυβερνώντας δίκαια τον λαό.
Ο Ήλιος κάθε μέρα έστελνε τις ζεστές του χαμογελαστές καλημέρες του, και το Φεγγάρι το ασημένιο του φως που ακουμπούσε το μαξιλάρι τους όταν το βράδυ γλυκά γλυκά πηγαίνανε να κοιμηθούν.
Από τότε κανείς δεν ξαναείδε την γαλάζια λίμνη κι έχουν να λένε πως κάποτε κάποτε βλέπουν να περπατά στο σημείο εκείνο μια μικρή νεράιδα κρατώντας μια παλιά κιθάρα που σιγοτραγουδά. Λένε ακόμα πως όποιος ακούσει το τραγούδι της νοιώθει μια αγάπη που δεν γιατρεύεται ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου