Οι εφτά καβαλάρηδες της νύχτας έφτασαν μεσάνυχτα κοντά στο ψηλογέφυρο, το γεφύρι με τα πλατάνια, που ένωνε τη Μεγάλη χώρα με το Αγρίνιο.Είχαν τυλίξει με πανιά τις οπλές από τις φοράδες τους, για να μην ακούγονται και τρομάξουν τα ξωτικά και φύγουν. Λες και τα ξωτικά ακούνε με τ’ αυτιά και βλέπουν με τα μάτια. Με την ψυχή τους, ακούνε και βλέπουνε οι ξωθιές. Ξεπέζεψαν σα σκιές και κύκλωσαν το γεφύρι. Ήταν αποφασισμένοι πως εκείνο το βράδυ θα τέλειωνε η ιστορία, με το τέλος που αυτοί επιθυμούσαν. Αλλιώς ας μην τους λόγιαζαν για άντρες πια.Ώρα δώδεκα καικάτω από τη γέφυρα, οι νεράιδες είχανε στήσει χορό, ανέμελο, ονειρεμένο. Ο καλύτερος από τους καβαλάρηδες, ο
Αλέξανδρος, ήταν μαγεμένος από την ομορφιά μιας νεράιδας. Εκείνοι, είχαν ακροβολιστεί και κοίταζαν κλεφτά, κρυμμένοι μέσα στις καλαμιές και τα βούρλα της όχθης. Οι νεράιδες, ανέμιζαν τα μαντήλια τους, και τα κορμιά τους λικνίζονταν, σπαρταρούσαν, κάτω από τα αραχνοκεντημένα πέπλα, που ήταν καμωμένα όχι για να κρύβουν την ομορφιά, αλλά να την αναδεικνύουν και να τρελαίνουν τους άμυαλους θνητούς που θα τολμούσαν να κοιτάξουν, χωρίς τις απαραίτητες προφυλάξεις, πλάσματα αιθέρια, αλλόκοσμα, Θεϊκά. Να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα στο μεσουράνημά του, χωρίς να χαμηλώσουν τα βλέφαρα. Αδιάντροπα, απερίσκεπτα, επικίνδυνα, τιμωρητέα.
“Να έχετε μαζί σας ένα μυριστικό χορτάρι, χαμορίγανο, μαζεμένο με την πανσέληνο του μήνα θεριστή, που τις μεθάει, ή, αγιασμό από την εκκλησία που σε κάνει άτρωτο απ’ τις ξωθιές. Μα το πιο δυνατό, είναι η αγάπη. Να σ’ αγαπάει η νεράιδα για να μην μπορεί να σου κάνει κακό,να σε τρελάνει. Ή, να την αγαπάς εσύ,οπότε είσαι τρελός έτσι κι αλλιώς και δεν φοβάσαι”, τους συμβούλεψαν οι γέροντες που ήξεραν.
Μύριζαν νυχτολούλουδο τα κορμιά τους. Η Διαμαντώ η ομορφότερη από τις νεράιδες αγάπαγε τον Αλέξανδρο. Τον έβλεπε που την παραφύλαγε στο χορό τις νύχτες. Δεν έλειψε ούτε μια φορά τον τελευταίο μήνα. Κάθε φορά, όταν οι κουκουβάγιες σήμαιναν μεσάνυχτα, έβγαινε από την
κρυψώνα του και την πλησίαζε. Άπλωνε τα χέρια του να την πιάσει, κι εκείνη, αέρας,ξέφευγε μέσα από την αγκαλιά του. Προσπαθούσε να της μιλήσει κι απ’ το στόμα του έβγαιναν άναρθρες κραυγές, μουγκανητά. Εκείνο το βράδυ, η νεράιδα, το είχε κι αυτή αποφασίσει. Θ’ άφηνε το μαντήλι της στην άκρη, για να το πάρει ο Αλέξανδρος. Τότε θα ήταν για πάντα δική του. Δεν θα μπορούσε να φύγει. Και η νεράιδα του ψηλογέφυρου το ‘χε αποφασισμένο, πως αυτό ήτανε το γραμμένο της.Ήξερε πως, ξημερώματα, έφευγε μαζί με τ’ αδέρφια του για τον πόλεμο.
“ Ή τώρα ή ποτέ”, είπε στη μάνα της.
“Ποτέ κόρη μου”, διάταξε εκείνη παρακλητικά.
“Τώρα”, αποφάσισε η κόρη. Κι όταν αποφασίζουν οι ερωτευμένες οι κόρες, δεν οπισθοχωρούν.
“Ο δρόμος που τραβάς κόρη μου, δεν έχει γυρισμό”, της είπε εκείνη και της έδωκε την ευχή της. Ήξερε πως είναι ανώφελο να προσπαθείς να μεταπείσεις μια ερωτευμένη γυναίκα. Είναι σα να προσπαθείς να σταματήσεις ένα χείμαρρο με το σώμα σου. Σε παρασέρνει και χάνεσαι.
“Απ’ αυτή τη στιγμή, θα έχεις τρεις ευκαιρίες να γυρίσεις. Μην χάσεις την τελευταία”,
πρόσθεσε, γνωρίζοντας όμως πως η κόρη της την άκουγε με κλειστό το μυαλό της σε φόβους κι επιρροές.
Οι ενισχύσεις, τ’ αδέρφια του, που έφερνε ο Αλέξανδρος μαζί του για να την πιάσει,
δεν χρειάστηκαν και θα ήταν ανίσχυρες μπροστά στο ανεξήγητο. Μάταια θα έβαζαν
σε αμφισβήτηση τον ανδρισμό τους μετέχοντας σε μάχη χαμένη, που η ρώμη και η
ανδρεία δεν θα είχαν τον πρώτο λόγο.
Εκείνη τη νύχτα, μόλις τα ξωτικά αντιλήφτηκαν τους επισκέπτες, σταμάτησαν το χορό
τους, παραμέρισαν και βγήκε μόνη της η αγαπημένη και χόρευε κάτω από το γεφύρι
και κάτω από τα βλέμματα του παραλογισμένου ερωτιδέα. Χόρευε και η τελευταία ίνα
του κορμιού της. Τα νυχτοπούλια και τ’ αγρίμια, λούφαξαν φοβισμένα γρικώντας τ’
αλλόκοτο. Ο αέρας σίγησε μουδιασμένος κι αναποφάσιστος. Δεν ήθελε να ταράξει
την αρμονική κίνηση των πέπλων, που έσειε η ανάσα του κορμιού της. Ήτανε ο
χορός ο δικός της, ο χορός του αγαπημένου της. Μια φορά, στα χίλια χρόνια, τυχαίνει
νεράιδα, να θέλει από μόνη της να περάσει στην αντίπερα όχθη, να γίνει άνθρωπος.
Μια φορά, στα χίλια χρόνια, τέτοιος μεγάλος έρωτας, χτυπάει θεό ή άνθρωπο. Τότε
χορεύει το χορό τον καλύτερο, το χορό τον τελευταίο. Μαζεύονται όλες οι ξωθιές κι
όλα τα ξωτικά και παρακολουθούν, με κομμένη την ανάσα, το θάμα. Το χορό του
αποχαιρετισμού της παλιάς ζωής και του καλωσορίσματος της καινούργιας. Τότε
αφήνει κι ο Θεός, το ένα από τα μάτια του, να ξεστρατίσει κατά κει, επιτρέποντας
στον εαυτό του μια στιγμή διασκέδασης, μετά από τον κάματο της ημέρας, και μέσα
στην ανησυχία της νύχτας. Του αρέσει τις νύχτες να παρακολουθεί τις ζωές που
φεύγουν, τις ζωές που έρχονται. Έχει μια φοβερή λαμπράδα η ζωή που μόλις ανοίγει
τα μάτια της, ή τη στιγμή που τα κλείνει για πάντα. Κι εδώ κάτι τέτοιο φοβερό λάβαινε
χώρα. Ένας θάνατος και μια καινούργια ζωή ταυτόχρονα. Μια θνησιγονία. Με τίποτε
στον κόσμο, δε θα ‘θελε να είναι απών από τούτο το λαμπρό γιορτάσι. Να βλέπει το
σπόρο της αγάπης που έκρυψε στις ψυχές όταν τις έπλαθε, να καρποφορεί. Και οι
καρποί της, τρομερές πράξεις αυταπάρνησης που τον γεμίζουν με δέος. Κάτι τέτοιες
στιγμές είναι που αμφιταλαντεύονται οι Θεοί ανάμεσα στην αγάπη και τη δικαιοσύνη.
Οι Θεοί πρέπει να είναι δίκαιοι. Κάτι τέτοιες στιγμές όμως σκέπτονται σοβαρά να
παρατήσουν τη δικαιοσύνη και να παντρευτούν την αγάπη. Η δικαιοσύνη, είναι καλή
νοικοκυρά, αλλ’ απόμακρη, ανέραστη, τυπική, ανιαρά Θεϊκή. Η αγάπη, λιγότερο ή
καθόλου νοικοκυρά, είναι ζωντανή, κοντινή, πιστή, εξαίσια ανθρώπινη. Τ’ ανθρώπινο,
αυτός ο φοβερός στίβος, είναι που διεγείρει τους Θεούς να το ζήσουν. Το Θεϊκό είναι
ο στόχος του ανθρώπου. Όταν αυτά τα δύο συναντώνται σ’ ένα θεάνθρωπο, τότε
αλλάζει η τάξη, ριζικά και στα δύο στρατόπεδα.
Ο Αλέξανδρος, παρατήρησε πως δεν ανέμιζε, όπως συνήθως, το μαντήλι στα
χέρια της. Άφωνος, έμπλεος πόθου, άφησε τα μάτια του να βοσκήσουν πάνω στο
θεσπέσιο κορμί που λικνίζονταν και που ούτε για μια στιγμή δεν του έβαζε
αμφιβολίες, πως απόψε, χόρευε γι αυτόν και μόνο. Τρελάθηκαν και οι δύο. Βγήκε απ’
την κρυψώνα του, πήρε το μαντήλι της κι άρχισε να χορεύει μαζί της. Τέτοιο χορό,
ορκίζονταν οι αλλότροποι θεατές, δεν είχαν ξαναδεί, στην πολύχρονη ζωή τους.
“Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος τούτος ο χορευτής”, θαύμαζαν. Έσκασαν από τη ζήλια τους οι άλλες οι κοπέλες. “Για τέτοιον άντρα, περνάμε κι εμείς τη φοβερή γραμμή που χωρίζει το Θεϊκό απ’ το ανθρώπινο”, δήλωναν. Το ζευγάρι των χορευτών, ούτε που τους άκουγε. Κοίταζε ο έναςβαθιά τα μάτια τ’ αλλουνού κι εκστασιάζονταν. Ύστερα αγκαλιάστηκαν. Κι αυτή τη φορά, ο Αλέξανδρος δεν έπιανε αέρα στα χέρια του. Έπιανε κορμί που σπαρταρούσε και του παραδίνονταν.
“Πως σε λένε”;
“Διαμαντώ. Εσένα”;
“Αλέξανδρο”.
“Σ’ αγαπώ, Αλέξανδρε”.
“Σ’ αγαπώ, Διαμαντώ”
Κι εκεί κάτω από τη γέφυρα, μεθυσμένοι από τον έρωτα, ενώθηκαν για πρώτη και
στερνή φορά. Ο αέρας, όχι με δική του πρωτοβουλία, αλλά με διαταγή της
Πρωτοξωθιάς, φύσηξε και μάδησε τα πλατανόφυλλα για να σκεπάσει το ζευγάρι από
τ’ αδιάκριτα βλέμματα της νύχτας. Απέσυρε κι ο Θεός το μάτι του, να μη
σκανδαλίζεται. Τη συνέχεια, την είχε μυριάδες φορές ιδωμένη. Άπειρες φορές είδε
τους ανθρώπους να ζευγαρώνουν μεταξύ τους ελπίζοντας πως θα γεννήσουν τη
σωτηρία τους. Άπειρες φορές τους είδε να ψάχνουν να βρουν το Θείο, για τον ίδιο
ακριβώς λόγο. Να ζευγαρώσουν μαζί του και να σωθούν από τη φθορά.
“Δώσε μου το μαντίλι μου”, είπε η Διαμαντώ όταν σηκώθηκαν, χωρίς να μπορούν να ξεχωρίσουν τα κορμιά τους, από τη δίνη του έρωτα.
Εκείνος το κράταγε στο χέρι του. Το ‘φερνε και το ακούμπαγε στο μάγουλό του και το άρωμα του νυχτανθού τον μεθούσε.
“Θα φύγεις αν στο δώσω”, παραπονέθηκε.
“Ναι θα φύγω”, είπε η Διαμαντώ, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
Εκείνος, τη φίλησε στο μέτωπο, της χάιδεψε τα μαλλιά και βάζοντας το μαντήλι
στην παλάμη της, έκλεισε τη φούχτα της με το χέρι του. “Παρ’ το”, της είπε, κοιτώντας τη μ’ αγάπη που μπορούσε να κυκλώσει τρεις γύρους τη γη και να περισσέψει να πάρουν αντίδωρο όλοι οι στερημένοι την αγάπη στον κόσμο. Εκείνη το πήρε, το ‘φερε στο στόμα της, το φίλησε και το ‘δεσε μετά στο λαιμό του.
“Να σε φυλάει στον πόλεμο”, του είπε και κρύφτηκε στην αγκαλιά του. Μέσα της, η φωνή της μάνας την ειδοποιούσε πως χάθηκε ηπρώτη της ευκαιρία. Το χάραμα, που τα σκοτάδια απορροφούν την υποψία της ανατολής και λαμπρύνονται, χάθηκαν τα άλλα ξωτικά. Ανέμισαν τα μαντήλια πάνω από τα κεφάλια
τους κι εξαφανίστηκαν. Όλα εκτός απ’ εκείνη. Την πήρε και την ανέβασε στη φοράδα του. Έτρεξε, μαζί με τ’ αποχαυνωμένα από το θέαμα αδέρφια του και την πήγαν στο σπίτι.
“Είναι η νύφη σου”, είπε στη γριά μάνα του. “Να την προσέχεις. Να με περιμένεις εδώ να γυρίσω απ’ τον πόλεμο. Πάρε το μαντήλι σου, μην τύχει και δε γυρίσω”, είπε στη νυφούλα γυναίκα του.
“Όχι, κράτα το. Θα γυρίσεις”, του είπε κλαίγοντας, “κι εγώ θα σε περιμένω”.
Χάθηκε και η δεύτερη ευκαιρία της.
Τον κοίταζε, μέχρι που η ομάδα των ιππέων ενώθηκε με τη γραμμή του ορίζοντα
κι εξαφανίστηκε από τα μάτια της. Από ‘δω κι εμπρός, όσο κι αν έψαχνε τον
ορίζοντα, δε θ’ αντίκριζε σύννεφο σκόνης από ιππείς που επιστρέφουν από τον
πόλεμο. Κανένα από τ’ αδέρφια δε θα γύριζε.
Ήξερε η Διαμαντώ, πως τον έβλεπε για τελευταία φορά. Οι νεράιδες, ξέρουν το
πεπρωμένο. Το ψυχανεμίζονται. Μόνο που δεν μπορούν να τ’ αλλάξουν. Είχε όμως
πάρει την απόφασή της. Είναι κάποιες φορές στη ζωή, που έχεις να διαλέξεις
ανάμεσα στη στιγμή και την αιωνιότητα. Διαλέγεις να ζήσεις τη στιγμή. Κι αν
ξαναβρισκόσουν στο δίλημμα, πάλι τη στιγμή θα διάλεγες. Σε μερικούς μήνες,
γέννησε μια πεντάμορφη”.
Δεν έφυγε ούτε και την τελευταία φορά, που μπορούσε, όταν ήρθε το γράμμα από
το μέτωπο. “Ο σύζυγός σας, έπεσε μαχόμενος για την πατρίδα”... Κι ένας άλλος
φάκελος, κλεισμένος στον πρώτο. “Να παραδοθεί στη γυναίκα μου, σε περίπτωση
θανάτου μου”, έγραφε απ’ έξω ο αγαπημένος της. Μέσα είχε το μαντήλι της.Το
φοβερό διαβατήριο ανάμεσα σε κόσμους και σε όνειρα. “Φύγε”, της έγραφε. “Πήγαινε
να ζήσεις τη δική σου ζωή. Εγώ, θα έρχομαι, αέρας τη νύχτα, να σ’ ανταμώνω κάτω
από τη γέφυρα”.
Πήρε το μαντίλι και το ‘ριξε στη φωτιά. Σείστηκε συθέμελα το χωριό απ’ τη σφοδρή
βοή της δύναμης που χάνονταν. Βγήκε μετά στο μπαλκόνι, και με τα μάτια φλόγινα,
κοίταξε πίσω από τα βουνά τρυπώντας τα με το βλέμμα της, μέχρι έφτασε στον τάφο
του Αλέξανδρου.
“Θα σε περιμένω να έρχεσαι, αέρας, στο σπίτι σου. Να δροσίζεις την
πυρακτωμένη από την απουσία σου κλίνη μου. Να βλέπεις την κόρη μας να
μεγαλώνει”, είπε και τα μάτια της, ξεραμένα απ' τη φωτιά που τα έκαιγε, δεν
μπορούσαν να δακρύσουν και ν' αλαφρύνει ο πόνος της ψυχής της.
Έκαψε στη φωτιά, την τρίτη και τελευταία ευκαιρία γυρισμού στη φύση της... Από εκείνη τη μέρα η Διαμαντώ, μένει ώρες ολόκληρες κοιτάζοντας κατά την
Ανατολή. Έτσι γίνεται κάθε απόγευμα πριν σουρουπώσει. Έρχεται εδώ στο
ψηλογέφυρο, το μέρος που πρωτοειδωθήκανε. Του πρώτου τους φιλιού το μέρος.
Της τελευταίας εικόνας του, καθώς έφευγε για τον πόλεμο, το μέρος. Κάθεται στην
πελεκητή του πέτρα και μόλις χαθεί και η τελευταία ακτίνα του ήλιου πίσω της, αφήνει
το βλέμμα της να χιμήξει χείμαρρος κατά κει που ξέρει η καρδιά της, αφήνοντας
εκούσια το νου της και το σώμα της να παρασυρθούν και να ταξιδέψουν μαζί μέχρι το
μνήμα εκείνο στην Ανατολή. Το μνήμα του “άπιστου”, που δεν τολμούν πια οι
σημερινοί ιδιοκτήτες του χώρου να πειράξουν. Στην αρχή, έβγαλαν και κατέστρεψαν
τον ξύλινο σταυρό με το σημαδιακό όνομα, Αλέξανδρος, για να τον δουν την επόμενη
στητό να τους ανατριχιάζει. Το χώμα του, φρεσκοσκαμένο κι αγκαλιά τ’
αγρολούλουδα επάνω του να ευωδιάζουν. Παραφύλαξαν τα βράδια οι καλύτεροι, οι
πιο ανδρειωμένοι, να πιάσουν τον παράτολμο που αψηφάει τη γενική βούληση και
κάνει σπονδές στον τάφο τουεπιδρομέα. Ένα πέπλο τους σκέπασε τα μεσάνυχτα
και μια μυρωδιά μεθυστική νυχτανθού ξενόφερτου. Και πριν ναρκωθούν, πρόλαβαν
να δουν, χιλιάδες αέρινες κόρες, μ’ αραχνοΰφαντα πέπλα κάτασπρα, λυγερόκορμες
οπτασίες αιθέριες, να χορεύουν, χωρίς τα πόδια τους να πατάνε στη γη, χορούς
πρωτόγνωρους για τα μάτια τους και ν’ αφήνουν από ένα λουλούδι στο μνήμα μέχρι
που ο σταυρός σκεπάστηκε μέχρις επάνω. Κι ανάμεσά τους, αχ μάνα μου ομορφιά,
η καλύτερη, χορεύει χορό ερωτικό, παράφορο, ντυμένη κατάμαυρα, με τα μαλλιά της
ξέπλεκα ν’ ανεμίζουν στο ζέφυρο χρυσαλειμμένα αστραφτερό φεγγαρόφωτο, και τα
δάκρυά της, καυτερή ψιχάλα να ποτίζουν τη γη και να κατακαίνε τα ζιζάνια που είχαν
την αποκοτιά να φυτρώσουν σε χώρο άβατο, ιερό. Άφωνοι την άλλη μέρα
προσπαθούν με νοήματα να περιγράψουν τη σκηνή στους έντρομους δικούς τους.
Από τότε, οι νέες, αφήνουν ένα λουλούδι στο μνήμα του Αη-Γκιαβούρη, του άγιου
των αέρινων κοριτσιών και του έρωτα, και ξενυχτάνε τα βράδια, ελπίζοντας να δουν
τις αγαπημένες του να χορεύουν. Όποια προλάβει κι αγγίξει το πέπλο της
μαυροφόρας, που κάθε βράδυ χορεύει τον έρωτά της για τον καλό της, μέσα στο
χρόνο θα παντρευτεί τον αγαπημένο της. Χορεύουν και οι ίδιες το σούρουπο πριν
νυχτώσει και βγουν οι σκιές στο προσκήνιο και καθηλώσουν τη φύση. Ψάχνουν και
για τα ερωτικά μηνύματα που κρύβουνοι νέοι στις πέτρες του μνήματος, ελπίζοντας
πως τα κορίτσια θα τα βρουν και θα μάθουν τον πόθο τους.
“Καλημέρα Αλέξανδρε”, ψιθυρίζει η Διαμαντώ μόλις πάρει να ξημερώσει. “Καλημέρα Νεράιδα μου”, ακούει τη φωνή του και φεύγει. Είναι φορές, που κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι, βλέπουν να σκίζεται η γη κι από μέσα να βγαίνει ένας πανώριος λεβέντης, που παίρνοντας αγκαλιά τη νεράιδα, χορεύουν μαζί μέχρι το πρωί. Παραμερίζουν οι άλλες οι νεράιδες και παρακολουθούν το θάμα. Τέτοιο χορό δεν έχουν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους...
Δημήτρης Τζουβάλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου